Η προβληματική πρόταση UniCredit για την Alpha, το φάουλ του ΤΧΣ και οι ξεχασμένες δηλώσεις Σημίτη

Η προβληματική πρόταση UniCredit για την Alpha, το φάουλ του ΤΧΣ και οι ξεχασμένες δηλώσεις Σημίτη

Η προσφορά της Unicredit στα 1,33 ευρώ/μετοχή- αντιστοιχεί σε αποτίμηση 280,8 εκατ.- όταν η τρέχουσα αποτίμηση στο χρηματιστηριακό ταμπλό ήταν στα 3,275 δισ

Ξεκίνησε η διαδικασία για την διάθεση του 9% του μ.κ της Alpha Bank, που έχει στο χαρτοφυλάκιο του το ΤΧΣ.

Η προσφορά της Unicredit στα 1,33 ευρώ/μετοχή- αντιστοιχεί σε αποτίμηση 280,8 εκατ.- όταν η τρέχουσα αποτίμηση στο χρηματιστηριακό ταμπλό ήταν στα 3,275 δισ.

Στα 3,98 δισ. το κόστος που είχε το Ταμείο για την κεφαλαιακή (υπό)στήριξη της Alpha Bank, διαφορά θηριώδης ακόμη και εάν ο Ιταλικός όμιλος επανέλθει με βελτιωμένο τίμημα, όπως φημολογείται στα χρηματιστηριακά γραφεία.

Και στην περίπτωση καλύτερης προσφοράς πόσο παραπάνω από τα 1,45-1,49 ευρώ θα μπορούσε να φτάσει. Εύλογο το ερώτημα και για τον προσχηματικό χαρακτήρα μίας νέας προσφοράς.

Η περίοδος της διαδικασίας ορίστηκε στις 10 ημέρες- πιθανότατα να διαδραματισθούν αρκετά στις συνεδριάσεις που ακολουθούν.

Ωστόσο, εύλογα τα ερωτήματα που εγείρονται- γιατί η διάθεση του 9% γίνεται-με όρους p/bv στο 0,51-όταν για το 1,4% της Eurobank διαμορφώθηκε στο 0,95;

Πόσο στρατηγική είναι η επιλογή της Unicredit όταν εξ' αρχής είχε καταστήσει σαφή την εναλλακτική να πάρει το 5% - από την αγορά- στην περίπτωση που δεν γίνει αποδεκτή η πρόταση της για το 9%.

Γιατί η Unicredit δεν προχωρά σε προσφορά για το 8% (ή παραπάνω, όπως φέρεται να έχει) της Reggeborgh ή ακόμη και για το 4,9% του Paulson (που λέγεται ότι έχει μειωθεί σε λιγότερο από το 3%) όπως θα έκανε ένας ουσιαστικά στρατηγικός επενδυτής.

Εύλογο το ερώτημα, πλέον, σε τι όρους αποτίμησης θα επιχειρηθεί να διατεθεί το 20% του μ.κ της Εθνικής;

Πάντως, από 31 Αυγούστου ο μισθός του διευθύνοντος-σχεδόν- διπλασιάστηκε.

Επίκαιρη η παρέμβαση Σημίτη τον Μάρτιο

Συμφωνείς/διαφωνείς με τον πρώην πρωθυπουργό δεν μπορεί παρά να δεχτείς ότι είχε 99,9% δίκιο όταν αναφερόμενος στις ξένες επενδύσεις που γίνονται στην χώρα μας είχε πει ότι στο μεγαλύτερο μέρος τους πραγματοποιούνται μέσω δανεισμού από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.

Οι παραγωγικές επενδύσεις τονώνουν τη συνολική ζήτηση και επιπλέον ενισχύουν το παραγωγικό δυναμικό και την παραγωγικότητα, αυξάνοντας τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μεσομακροπρόθεσμα.

Η υψηλή, διψήφια αύξηση των επενδύσεων πάνω από τα 44 δισ. ευρώ το 2022 ανέβασε τον δείκτη ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου προς το ΑΕΠ πάνω από το 21% και θεωρείται πολύ καλή εξέλιξη. Η αύξηση υποστηρίχθηκε από άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI) ύψους 7,2 δισ. πέρυσι έναντι 6,3 δισ. το 2021. Πρόκειται για το υψηλότερο νούμερο που έχει καταγραφεί στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες.

Όμως, πίσω από αυτό το εντυπωσιακό νούμερο κρύβεται μια πραγματικότητα που είναι λιγότερο λαμπρή. Κι αυτό γιατί αρκετές από τις ανωτέρω επενδύσεις είναι οπορτουνιστικές.

Ο Κώστας Σημίτης το επεσήμανε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. «Το επενδυτικό κλίμα που επιδιώκει να δημιουργήσει η κυβέρνηση είναι ένας επιβεβλημένος στόχος που, χωρίς να υποτιμώ καθόλου ό,τι έχει γίνει μέχρι σήμερα, έχει αποδώσει ασταθή αποτελέσματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις κυριαρχούν οι επενδύσεις στο real estate και τα deals κερδοσκοπικών funds, τα οποία μάλιστα συχνά χρηματοδοτούνται με δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες! Δηλαδή, με τα εθνικά μας κεφάλαια οι ξένοι αποκτούν τον έλεγχο της οικονομίας μας. Αυτό δεν λέγεται ξένη επένδυση αλλά κερδοσκοπικός οπορτουνισμός», τόνισε.

Για εκείνους που ξέρουν καλά το θέμα γιατί ενίοτε εμπλέκονται σε ντιλ, όλα έχουν εξήγηση. «Υπάρχουν επτά μεγάλα funds που δραστηριοποιούνται ενεργά στην Ελλάδα, εξετάζοντας διάφορα ντιλ, κυρίως στο real estate και στην ενέργεια, χωρίς να εξαιρούνται άλλοι τομείς της οικονομίας, όπως η υγεία και οι ασφάλειες που πάνε μαζί», πρόσθεσε στέλεχος μεγάλου ξένου οίκου. «Αυτά τα funds αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη γνώση των ιδιαιτεροτήτων που έχουν διαφορετικοί κλάδοι της ελληνικής αγοράς και θα τους αρμέξουν κανονικά, βγάζοντας σημαντικά κέρδη», συμπλήρωσε.

Το πλεονέκτημα των funds.

Tα funds μπορούν να λάβουν μακροχρόνια χρηματοδότηση, π.χ. 20 χρόνια για 20ετές πρότζεκτ στην Ελλάδα από μεγάλη ξένη τράπεζα. Όμως, προτιμούν να πάρουν 7ετή δάνεια από ελληνικές τράπεζες (π.χ. revolving credit), γιατί οι τελευταίες τούς προσφέρουν πιο ελκυστικά επιτόκια. «… μπορούμε να τους (funds) δώσουμε μακροχρόνια δάνεια αλλά προτιμούν τις ελληνικές τράπεζες γιατί τους δίνουν πολύ χαμηλότερο επιτόκιο. Είναι μεγάλη η διαφορά στο επιτόκιο. Εμείς δεν μπορούμε να τιμολογήσουμε κάτω από το ελληνικό ομόλογο», ανέφερε στέλεχος ξένης τράπεζας.

«Οι ελληνικές τα καταχωρούν ως project finance ενώ στην ουσία είναι εμπορικά δάνεια».

Είχε άδικο ο Κώστας Σημίτης; και είμαι ο τελευταίος ο οποίος θα τον υπερασπιζόμουν...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ