Ποιοι θέλουν το φθηνό και ποιοι το ακριβό πετρέλαιο

Ποιοι θέλουν το φθηνό και ποιοι το ακριβό πετρέλαιο
Στην προσπάθεία τους να δώσουν τέλος στη διαρκή πτώση της τιμής του πετρελαίου, Ρωσία και Σαουδική Αραβία αποφάσισαν μέσα στη βδομάδα να προχωρήσουν σε πάγωμα της πετρελαϊκής τους παραγωγής.

Πρόκειται για την πρώτη συμφωνία μεταξύ χωρών εντός και εκτός του ΟΠΕΚ ύστερα από δεκαπέντε χρόνια. Αρχική φιλοδοξία της Μόσχας και του Ριάντ είναι να αλλάξουν τα δεδομένα στην πετρελαϊκή αγορά ώστε η προσφορά σε πετρέλαιο να σταματήσει να είναι τόσο μεγάλη και να θεωρείται απαραιτήτως δεδομένη από τους ενδιαφερόμενους αγοραστές.

Ωστόσο, το εχγείρημα κάθε άλλο παρά θα ανοίξει άμεσα το δρόμο για σταθερή άνοδο της τιμής του πετρελαίου. Και αυτό γιατί η συμφωνία Ρωσίας – Σαουδικής Αραβίας χρειάζεται ενίσχυση, με τη συμμετοχή και άλλων κρατών που παράγουν πετρέλαιο. Μέχρι στιγμής μόνο η Βενεζουέλα και το Κατάρ έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους. Αντιλαμβανόμενη την αδυναμία αυτή ευρύτερης υποστήριξης, η αγορά δεν δείχνει να διατεθειμένη να αλλάξει την τρέχουσα αποτίμηση της τιμής του πετρελαίου, με εξαίρεση μία αρχική μικρή αύξηση, που αμέσως, όμως, εξισορροπήθηκε.

Ο ρόλος Ιράν και Ιράκ

Πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως χωρίς τη συμμετοχή του Ιράν και του Ιράκ, το προαναφερθέν βήμα Ρωσίας – Σαουδικής Αραβίας θα έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα. Όσον αφορά την Τεχεράνη, ούτε διανοείται στην παρούσα περίοδο να συμμετάσχει στο εχγείρημα, με δεδομένο τον επιχειρηματικό πυρετό ύστερα από την πρόσφατη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό της πρόγραμμα. Η ιρανική πολιτική επιβεβαιώνεται από δηλώσεις του υπουργού πετρελαίου της χώρας, Μπιζάν Ζανγκανέχ, ο οποίος απορρίπτει το ενδεχόμενο. Η στάση αυτή είναι απολύτως φυσιολογική καθώς το Ιράν επανέρχεται δυναμικά στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά και δεν επιθυμεί να δει την προσπάθειά αυτή να ναρκοθετείται, πόσω μάλλον με κάποια δική του βεβιασμένη ενέργεια.

Όσον αφορά, έπειτα, το Ιράκ, η χώρα δε βλέπει με καλό μάτι την πρωτοβουλία Ρωσίας – Σαουδικής Αραβίας, καθώς η ενεργός συμμετοχή του στην πετρελαϊκή αγορά του εξασφαλίζει σημαντικά έσοδα σε μία περίοδο που ο συνεχιζόμενος εμφύλιος αποτρέπει άλλου είδους ξένες επενδύσεις. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, όπως το Bloomberg, η Βαγδάτη έχει περισσότερες πιθανότητες να ενισχύσει την προσπάθεια Μόσχας-Ριάντ σε σχέση με την Τεχεράνη. Αυτό μπορεί να συμβεί εφόσον δεχθεί πιέσεις από άλλα αραβικά κράτη, στις οποίες θα υποκύψει για πολιτικούς λόγους.

Η στάση των ΗΠΑ

Από μία άλλη οπτική γωνία, ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών που έχουν μπει δυναμικά στον ενεργειακό χάρτη, ιδίως με την παραγωγή σχιστολιθικού φυσικού αερίου. Ειδικότερα, η Ουάσιγκτον δεν πρόκειται να συμφωνήσει με το εγχείρημα Μόσχας – Ριάντ και δεν ενδιαφέρεται να συμμετάσχει σε τέτοιους είδους διμερείς ή πολυμερείς συναντήσεις μεταξύ κρατών που είτε είναι είτε δεν είναι μέλη στον ΟΠΕΚ. Στην Αμερική, μάλιστα, δεν υπάρχει ιδιαίτερη ανησυχία, για μελλοντικές επιπτώσεις ακόμα και αν Ιράν και Ιράκ συμφωνήσουν με τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία. Σύμφωνα με τους Financial Times, η αμερικανική παραγωγή θα αυξηθεί σε κάθε ενδεχόμενο, παρά τη μικρή πτώση της τους τελευταίους μήνες.

Διπλωματικό παιχνίδι

Από τη στιγμή που ο οικονομικός αντίκτυπος της συμφωνία Ρωσίας-Σαουδικής Αραβίας να παγώσουν την πετρελαϊκή τους παραγωγή θα είναι πιθανός περιορισμένος, το ερώτημα που τίθεταί είναι γιατί προέβησαν σε μία τέτοια κίνηση. Ξεκινώντας με τη Σαουδική Αραβία, η χώρα θέλει να δείξει πως μπορεί να προχωρεί σε διπλωματικές συμφωνίες, ακόμα και με πολιτικούς αντιπάλους των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η Ρωσία. Με άλλα λόγια, το Ριάντ προσπαθεί σε συμβολικό επίπεδο να δημιουργήσει προβληματισμό στην Ουάσιγκτον, που έτσι κι αλλιώς έχει πλέον το πάνω χέρι όσον αφορά την παραγωγή πετρελαίου.

Πολύ πιο ενδιαφέρουσα, ωστόσο, είναι η στρατηγική της Ρωσίας. Η Μόσχα ακολουθεί παραδοσιακά ισορροπημένη πολιτική στη Μέση Ανατολή. Καθώς, λοιπόν, διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με το Ιράν, που αποτελεί σήμερα εχθρό της Σαουδικής Αραβίας, καλείται πλέον να σταθμίσει τα δεδομένα σε μία περιοχή που βρίσκεται στις φλόγες όχι μόνο λόγω του συνεχιζόμενου εμφυλίου στη Συρία αλλά και εξαιτίας της αντιπαράθεσης Ριάντ-Τεχεράνης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείται ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν να θέλει να δείξει στην ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας ότι υπολογίζει σοβαρά σε αυτή παρά τους παραδοσιακούς δεσμούς της χώρας του με το Ιράν.

Και αυτό συμβαίνει σε μία περίοδο που Μόσχα και Ριάντ ακολουθούν τελείως διαφορετική στρατηγική στη Συρία με την πρώτη να ενδιαφέρεται για την παραμονή του Μπασάρ αλ-Άσαντ στην εξουσία και το δεύτερο να τη ναρκοθετεί. Την ίδια στιγμή, ο Πούτιν θέλει πιθανώς να καθησυχάσει τη Σαουδική Αραβία, που δε βλέπει με καθόλου καλό μάτι την πώληση περισσότερων ρωσικών στρατιωτικών εξοπλισμών στο Ιράν.

Οι επιπτώσεις στις ελληνικές επιχειρήσεις

Είναι προφανές ότι αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις έχουν τα βλέματα τους στραμένα σε αυτές τις εξελίξεις, καθώς κάθε σεντ αύξησης ή μείωσης της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου μεταβάλλει τα μεγέθη τους κατά αρκετά εκατομμύρια ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό, ότι για κάθε 10 δολ. που πέφτει η τιμή του πετρελαίου, η Aegean ενισχύει τα EBTDA της κατά… 20 εκατ. ευρώ!

Ενδιαφέρον θα μπορούσε να προκύψει και για τις ακτοπλοϊκές Attica Group και ΑΝΕΚ που έχουν όφελος 40% στον ισολογισμό τους και ειδικά ως προς το σκέλος εκείνο που αφορά στο «κόστος πωληθέντων» και συνδέεται με τον τζίρο. Μεγάλες διαφορές προκύπτουν για τον Ομιλο Μυτιληναίο και τη θυγατρική του, Αλουμίνιο της Ελλάδος, αλλά και για τον Τιτάνα και τις εταιρείες του ομίλου Βιοχάλκο, αφού η διακύμανση της τιμής του αργού έχει επιπτώσεις στο κόστος προμήθειας πρώτης ύλης, κάτι που διαμορφώνει το κόστος παραγωγής των προϊόντων. Η μεταβολή της τιμής του πετρελαίου διαμορφώνει και τις τιμές στα παράγωγά του, κάτ με αποτέλεσμα οι διαφορές στον κλάδο των πλαστικών να είναι εντυπωσιακές. Πλαστικά Κρήτης, Πλαστικά Θράκης και την Flexopack, παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα τις εξελίξεις.

Ασφαλώς σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την ΔΕΗ, αφού μόνο πέρσι, που οι αγορές αντιμετώπιζαν το πρώτο κύμα πτώσης από τα 100 στα 60 δολ. το βαρέλι, η μεγαλύτερη βιομηχανία της χώρας είδε βελτίωση στα λειτουργικά της αποτελέσματα κατά 900 εκατ. ευρώ.

ΠΗΓΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΠΕΡΙΠΤΕΡΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ