DBRS: Επιβεβαίωσε την αξιολόγηση ΒΒΒ για την Ελλάδα με σταθερή προοπτική

DBRS: Επιβεβαίωσε την αξιολόγηση ΒΒΒ για την Ελλάδα με σταθερή προοπτική

Η ισχυρή εγχώρια ζήτηση υπήρξε ο κύριος μοχλός αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ

Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS επιβεβαίωσε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒΒ με σταθερή τάση.

Σημειώνεται ότι ο DBRS είχε αναβαθμίσει τον περασμένο Μάρτιο την ελληνική οικονομία εντός της επενδυτικής βαθμίδας.

«Η σταθερή τάση αντικατοπτρίζει την άποψη του DBRS ότι οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις είναι ισορροπημένοι», αναφέρει ο οίκος στην ανακοίνωσή του. Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,3% το 2024, μια επίδοση σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο ανάπτυξης 0,9% της Ευρωζώνης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει αντίστοιχο ρυθμό ανάπτυξης στην Ελλάδα και για φέτος.

Η ισχυρή εγχώρια ζήτηση ήταν ο βασικός μοχλός ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ, προερχόμενης κυρίως από την υγιή αύξηση της απασχόλησης και τις επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ. Η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, μαζί με τα επαναλαμβανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, έχουν οδηγήσει σε σταθερή μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ. Η ΕΕ αναμένει το χρέος να πέσει στο 141% του ΑΕΠ έως το 2026, από το 164% που καταγράφηκε το 2023.

Ωστόσο, όπως και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η απόδοση της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται εν μέρει από εξωτερικές απειλές. Οποιαδήποτε περαιτέρω επιδείνωση στο γεωπολιτικό ή στο παγκόσμιο εμπορικό περιβάλλον που αποδυναμώνει την εξωτερική ζήτηση, θα ασκήσει αναπόφευκτα πίεση στις ελληνικές εξαγωγές και θα επηρεάσει την οικονομία στο σύνολό της.

Η αξιολόγηση BBB της Ελλάδας υποστηρίζεται από το αξιόπιστο πλαίσιο πολιτικής της χώρας, και την ιδιότητά της ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και της ευρωζώνης. Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις που ενίσχυσαν τη διακυβέρνηση, βελτίωσαν το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας και υποστήριξαν τη βιωσιμότητα του χρέους. Η ισχυρή πολιτική δέσμευση όλων των μεγάλων πολιτικών κομμάτων για μια συνετή δημοσιονομική πολιτική ενισχύει την πιστοληπτική της ποιότητα.

Το ΔΝΤ προβλέπει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα κυμαίνεται σε ένα μέσο 2,4% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας και ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα φτάσει το 125% έως το 2030. Οι πιστοληπτικές αξιολόγησεις της Ελλάδας, ωστόσο, περιορίζονται από τον ακόμη υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας της και το μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που παραμένει υψηλό.

Ισχυρές επιδόσεις

Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 2,3% τόσο το 2023 όσο και το 2024 και η ΕΕ αναμένει παρόμοια ανάπτυξη και για τα επόμενα δύο χρόνια. Ο ισχυρός ρυθμός της ελληνικής οικονομίας τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Η αύξηση της απασχόλησης είναι σταθερή και το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 8,0% τον Ιούλιο, από 9,8% ένα χρόνο νωρίτερα.

Η βελτιωμένη εγχώρια ζήτηση, η αποκατάσταση του τραπεζικού τομέα και η αποτελεσματική εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΣΑΑ) υποστηρίζουν την οικονομία. Η χώρα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ όσον αφορά την επίτευξη των βασικών ορόσημων του Ταμείου Ανάκαμψης και στην απορρόφηση των κεφαλαίων του – ένα πακέτο 36,6 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ) σε μορφή επιχορηγήσεων και δανείων.

Πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα χρόνια έχουν ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και η επιτυχημένη εφαρμογή των οροσήμων του Ταμείου Ανάκαμψης θα βοηθήσει την Ελλάδα να βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξής της.

Οι κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εξωτερικές εξελίξεις. Αυτές περιλαμβάνουν την ευπάθεια σε ακραία καιρικά φαινόμενα, γεωπολιτικές συγκρούσεις και προστατευτιστική παγκόσμια εμπορική πολιτική.

Αν και η Ελλάδα έχει περιοσμένη άμεση εξαγωγική έκθεση στις ΗΠΑ, η άνοδος των διασυνοριακών δασμών αναμένεται να ασκήσει πίεση στην οικονομική δραστηριότητα σε όλη την Ευρώπη, με έμμεσες επιπτώσεις στη μικρή και ανοικτή οικονομία της Ελλάδας. Οποιαδήποτε επιπλέον διαταραχή του εμπορίου θα επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγικά προσανατολισμένες βιομηχανίες της Ελλάδας, και μια ακόμη ταχεία αύξηση στις τιμές της ενέργειας ή άλλων εμπορευμάτων θα δημιουργούσε επιπλέον πληθωριστική πίεση.

Οι εναρμονισμένες τιμές καταναλωτή στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 3,7% ετησίως τον Ιούλιο. Ο πληθωρισμός βρίσκεται σε ανοδική τροχιά τους τελευταίους μήνες, προκαλούμενος πρωτίστως από τις αυξήσεις στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και των υπηρεσιών. Αυτοί οι παράγοντες είναι πιθανό να επιμείνουν, και η ΕΕ εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει πάνω από το στόχο του 2% κατά τη διάρκεια του ορίζοντά της πρόβλεψης.

H δημοσιονομική κατάσταση

Η δημοσιονομική θέση της Ελλάδας αποτέλεσε θετική έκπληξη το 2024, σύμφωνα με τον οίκο, με πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ και πρωτογενές πλεόνασμα στο 4,8%. Η ελληνική κυβέρνηση ανέμενε μικρό έλλειμμα. Μια σύμπτωση λόγων συμβάλλει στην εξήγηση της έκπληξης στους δημόσιους λογαριασμούς, συμπεριλαμβανομένων των βραδύτερων τρεχουσών δαπανών, και των ισχυρότερων του αναμενόμενου έσοδων από άμεσους φόρους και εισφορές, λόγω της υγιούς ανάπτυξης της απασχόλησης και της οικονομικής δραστηριότητας.

Η επίδραση του υψηλού πληθωρισμού στη είσπραξη του ΦΠΑ και οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, όπως τα μέτρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, συνέβαλαν στη σημαντική αύξηση των εσόδων. Τα πραγματικά έσοδα στο έτος ήταν 9,5% υψηλότερα από αυτά που προβλέπονταν στον προϋπολογισμό του 2024.

Αν και είναι απίθανο τα αποτελέσματα για φέτος να παραμείνουν εξίσου ισχυρά – δεδομένων των πρόσφατα ανακοινωμένων δεσμεύσεων για κοινωνικές δαπάνες και των αυξήσεων στις αμυντικές δαπάνες – η Morningstar DBRS αναμένει ότι η βελτιωμένη δημοσιονομική θέση θα υποστηριχθεί από δομικές αλλαγές. Η ΕΕ προβλέπει ότι το γενικό δημοσιονομικό πλεόνασμα θα μειωθεί στο 0,7% του ΑΕΠ φέτος και θα βελτιωθεί ξανά στο 1,4% το 2026.

To ελληνικό χρέος

Το χρέος της γενικής κυβέρνησης στην Ελλάδα ανήλθε στο 153,6% του ΑΕΠ το 2024, το υψηλότερο μακράν στην Ευρώπη και πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης στο 87,4% του ΑΕΠ.

Κατ’ αρχήν, το υψηλό χρέος περιορίζει τη δυνατότητα της κυβέρνησης να ανταποκριθεί σε απρόβλεπτα σοκ, να αντέξει υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης ή να αντιμετωπίσει αυξανόμενες δαπάνες που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού ή την άμυνα.

Στην πράξη, σημειώνει η ανάλυση, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους που απορρέουν μετριάζονται από διάφορους παράγοντες. Κατ’ αρχάς, η διάρθρωση του είναι πολύ ευνοϊκή. Το 100% του χρέους βρίσκεται σε σταθερά επιτόκια μετά τις ανταλλαγές (swaps), η σταθμισμένη μέση διάρκεια είναι πολύ υψηλή (περίπου 18,7 έτη τον Ιούνιο 2025), ενώ περίπου το 74% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα.

Το ελληνικό δημόσιο διαθέτει επίσης σημαντικά ταμειακά αποθέματα της τάξης των 40 δισ. ευρώ (περίπου 16% του ΑΕΠ, ή τρία χρόνια ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών), παρά την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ και του GLF (Greek Loan Facility).

Η δυναμική του δημόσιου χρέους βρίσκεται σε απότομη καθοδική πορεία, λόγω της υψηλής ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ και των υγιών δημοσιονομικών πλεονασμάτων.

Οι τράπεζες

Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια. Η υψηλότερη πιστωτική επέκταση και τα διαρθρωτικά υψηλότερα επιτόκια έχουν οδηγήσει σε υγιή κερδοφορία των τραπεζών.

Το σύστημα είναι επίσης πιο ανθεκτικό. Πρόσφατα σοκ, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής κρίσης και της ταχείας αύξησης των επιτοκίων, δεν ανέστρεψαν τη σταθερή βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού.

Οι πωλήσεις και οι τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής» συνέβαλαν στη μείωση του μέσου ακαθάριστου δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο 2,9% για τις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες τον Ιούνιο 2025, από 32% το 2020.

Οι τράπεζες προστατεύονται περαιτέρω από τον συστημικό κίνδυνο διατηρώντας ισχυρούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, κάτι που καταδεικνύεται από τα αποτελέσματα των πρόσφατων stress tests της EBA το 2025. Ο μέσος δείκτης κεφαλαίου CET1 για τις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες ανήλθε σε 16,0% τον Ιούνιο 2025, από 11,8% το 2021.

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις

Οι πρόσφατες εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος των Ευρωεκλογών πέρυσι, δείχνουν περιορισμένη στήριξη για τον κυβερνητικό συνασπισμό. Καθώς πλησιάζουν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές, υπάρχει κίνδυνος να επιβραδυνθεί η μεταρρυθμιστική δυναμική.

Ωστόσο, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη διατηρεί ισχυρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, σημειώνει η DBRS. Αυτό προσφέρει πολιτική σταθερότητα και συνέχεια και βοηθά την Ελλάδα να εκπληρώσει τους στόχους και τα ορόσημα του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP), σκοπός του οποίου είναι η ενίσχυση της οικονομικής ανθεκτικότητας.

Η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων στο «Ελλάδα 2.0» παραμένει βασική προτεραιότητα για την ελληνική κυβέρνηση και περιλαμβάνει την αντιμετώπιση αδυναμιών στο δικαστικό σύστημα, τη δημόσια διοίκηση και την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας. Η κυβέρνηση σχεδιάζει επίσης να βελτιώσει το εκπαιδευτικό σύστημα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ