Σε θολά νερά το success story της κυβέρνησης

“Σέρνεται” η οικονομία αναζητώντας την έξοδο από το τούνελ και το άφαντο νέο παραγωγικό μοντέλο

Σε θολά νερά το success story της κυβέρνησης

Καφέ (είτε franchise είτε μικρές γωνιές), ταχυφαγεία, “σουβλακερί” μοντέρνες ή παραδοσιακές, “ψαγμένα” φαγάδικα που χτυπούν σε εξειδικεύμενο καταναλωτικό κοινό, ταβέρνες, παντοπωλεία με “χρώμα” παλιού μπακάλικου, μπαράκια, αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων που έχουν κάνει έναρξη εργασιών τα τελευταία τρίμηνα, όπως προκύπτει από τις βάσεις δεδομένων των Επιμελητηρίων και των Εμπορικών Συλλόγων, αν και είναι αρκετή μια βόλτα στους αποκαλούμενους εμπορικούς δρόμους για το διαπιστώσει κανείς δια γυμνού οφθαλμού.

Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι πρόκειται συνήθως για ατομικές ή πολύ μικρές επιχειρήσεις, με ελάχιστους και χαμηλά αμειβόμενους εργαζόμενους, που απασχολούνται με συμβάσεις- “λάστιχο” κι ως εκ τούτου σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να στηρίξουν το νέο κυβερνητικό αφήγημα περί ανάταξης της απασχόλησης. Το σημαντικότερο είναι, όμως, ότι επ’ ουδενί σηματοδοτούν την επιδιωκόμενη και λίαν εσχάτως διαφημιζόμενη από την κυβέρνηση, στροφή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, καθώς στην πραγματικότητα όλες αυτές οι δραστηριότητες στοχεύουν στην κατανάλωση, επιχειρώντας- όχι πάντα με επιτυχία- να αξιοποιήσουν τα νέα καταναλωτικά ρεύματα και τις καταναλωτικές συνήθειες, που λίγο ως πολύ χαρακτηρίζονται ως ανελαστικές ήτοι φαγητό και ποτό.
“Χρειαζόμαστε ένα επενδυτικό σοκ” τονίζουν χαρακτηριστικά στα “Π” παράγοντες της αγοράς, με φόντο εκτιμήσεις που κοστολογούν αυτό το σοκ στα 100 δις ευρώ, επισημαίνοντας ότι είναι επιτακτική η ανάγκη για στροφή, που θα ξεκινά από τη μείωση της φορολογίας, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα διαιωνίζεται ο φαύλος κύκλος υψηλών φόρων- χρεών- συρρίκνωσης του κύκλου εργασιών, κρατώντας όμηρο την οικονομία στα δεσμά μιας καταστροφικής στασιμότητας. Πόσο κοντά είναι μια τέτοια στροφή; Σύμφωνα με την κυβέρνηση από το 2020, με την εφαρμογή και των φορολογικών αντίμετρων που συμπεριλαμβάνουν τη μείωση των φορολογικών συντελεστών φυσικών και νομικών προσώπων. Σύμφωνα με το ΔΝΤ όχι πριν από το 2023, οπότε “χαλαρώνουν” οι δημοσιονομικοί στόχοι!
Στην πραγματικότητα στο οικονομικό επιτελείο έχουν επενδύσει για μια ακόμα χρονιά στον Τουρισμό, ευελπιστώντας ότι θα τραβήξει πάλι το... κάρο, έτσι ώστε το ΑΕΠ να “ξεκολλήσει” από το 0,4% του πρώτου τριμήνου και να φτάσει τουλάχιστον στο 1,7% του πολλάκις αναθεωρημένου προς τα κάτω στόχου για τη φετινή ανάπτυξη. Πόσο εφικτό είναι κάτι τέτοιο; Αναμφίβολα το 2017 είναι μια ακόμα πολύ καλή χρονιά για τον Τουρισμό, ωστόσο τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία για πολλαπλάσια οφέλη σε σχέση με πέρσι, καθώς δείχνει να επαναλαμβάνεται- και μάλιστα σε μεγαλύτερη ένταση- το φαινόμενο “περισσότεροι επισκέπτες- λιγότερες εισπράξεις”. Είναι ενδεικτικό ότι λίγο πριν μπούμε στην καρδιά του καλοκαιριού, οι εισπράξεις διαμορφώνονταν περίπου 200 εκατ. Ευρώ χαμηλότερα από πέρσι, αφού η δαπάνη ανά ταξιδιώτη έχει περιοριστεί στα 430 ευρώ, από 472 ευρώ πέρσι. Αυτό που μπορεί, ενδεχομένως, να σώσει την παρτίδα, είναι η χρονική επέκταση της τουριστικής περιόδου, η οποία- όπως μαρτυρά η έντονη παρουσία ξένων επισκεπτών στην Αθήνα- δεν περατώνεται το Σεπτέμβριο.
Ως... φάρος χαρακτηρίζεται, επίσης, ο εξαγωγικός τομέας, παρά τα προβλήματα των capital controls, τα οποία αν και χαλαρώνουν, δεν παύουν να στέλνουν συνεχώς το μήνυμα της μη κανονικότητας της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, καταγράφεται μια αύξηση των εξαγωγών κατά 19,2% σε σχέση με πέρσι, αλλά το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι εκτός της αύξησης στις αγορές της Ευρώπης, καταγράφεται εντονότερη παρουσία στις χώρες της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής και της Ασίας, η οποία θα πρέπει να πιστωθεί, όμως, αποκλειστικά και μόνο στις ίδιες τις επιχειρήσεις, αφού το ελληνικό Κράτος είναι ηχηρά απόν.
Και τι γίνεται πέρα και πίσω από τη “βιτρίνα” του Τουρισμού και των εξαγωγών; Η απόλυτη μιζέρια και όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς, “οι μικρομεσαίοι φυτοζωούν και προσπαθούν να μη συνθλιβούν στο σκληρό ανταγωνισμό των μεγάλων”, όπως αυτός εντείνεται κυρίως στο πεδίο των υπεραγορών τροφίμων. Είναι ενδεικτικό ότι στην τελευταία έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ, στο λιανικό εμπόριο καταγράφηκε επιδείνωση των εκτιμήσεων για τις πωλήσεις, ενώ και στην έρευνα καταναλωτικής εμπιστοσύνης έχουν επιδεινωθεί οι προβλέψεις για τις προοπτικές των νοικοκυριών αλλά και της οικονομίας εν γένει. Ακόμα και στην μεταποίηση, που οι τελευταίες μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, έφεραν κάποια χαμόγελα στο οικονομικό επιτελείο, οι προβλέψεις δεν είναι καθόλου ευοίωνες για την παραγωγή, καθώς είναι προφανές ότι αν δεν βελτιωθεί άρδην το βιοτικό επίπεδο και τα εισοδήματα, αν δεν επιστρέψει η εμπιστοσύνη στην οικονομία, οι αυξήσεις των επιμέρους δεικτών θα είναι αναλαμπές χωρίς συνέχεια.
Άλλωστε, όταν λείπει η κινητήρια δύναμη της οικονομίας- το χρήμα- πώς μπορεί να μιλάει κανείς σοβαρά για ανάκαμψη; Είναι ενδεικτικό ότι για έναν ακόμα μήνα η δανειοδότηση στο σύνολο της οικονομίας ήταν περαιτέρω μειωμένη (1,8%), χωρίς να προβλέπεται αναστροφή αυτής της εικόνας εάν δεν αποκατασταθεί η ισορροπία καταθέσεων- χορηγήσεων, κάτι που προϋποθέτει κατ’ αρχάς την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη βεβαιότητα ότι η κρίση είναι πίσω. Πόσο κοντά είναι μια τέτοια εξέλιξη; Όχι πολύ, αν αναλογιστεί κανείς ότι το ΔΝΤ «βλέπει» νέα ανάγκη κεφαλαιακών ενέσεων στις ελληνικές τράπεζες λόγω «κόκκινων» δανείων και η ΕΚΤ βάζει βέτο στην περαιτέρω χαλάρωση των capital controls με τη δυνατότητα ανοίγματος νέων λογαριασμών από τα φυσικά πρόσωπα.
Από την εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ που κυκλοφορεί κάθε Σάββατο στα περίπτερα όλης της χώρας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ