Πώς μπορεί να αντιδράσει ο εργοδότης όταν ο εργαζόμενος απουσιάζει αδικαιολόγητα από την εργασία

Πώς μπορεί να αντιδράσει ο εργοδότης όταν ο εργαζόμενος απουσιάζει αδικαιολόγητα από την εργασία

Καταρχάς ο μισθωτός, οφείλει να εκτελεί την εργασία του με επιμέλεια και προσοχή. Στο πλαίσιο αυτό, υποχρεούται να προσέρχεται στην εργασία του τακτικά και ανελλιπώς. Η περίπτωση αποχής του εργαζομένου από την εκτέλεση των καθηκόντων του χρήζει διαφορετικής αντιμετώπισης, με βασικό κριτήριο τη δικαιολογημένη ή μη αιτία της απουσίας.

 

Η δικαιολογημένη απουσία του μισθωτού από την εργασία, ήτοι η απουσία αυτού για σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του, όπως η στράτευση, το ατύχημα, η λοχεία κλπ, δε θέτει ζήτημα λύσης της εργασιακής σύμβασης, καθώς, δυνάμει του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 τεκμαίρεται αμάχητα ότι η εργασιακή σχέση διατηρείται σε ισχύ. Άλλωστε σύμφωνα με το άρθρο 657 ΑΚ, σε περίπτωση ανυπαίτιου κωλύματος του μισθωτού για εργασία διατηρείται η αξίωση μισθού.

Σε περιπτώσεις, ωστόσο, που δεν συντρέχει κάποιος από τους ανωτέρω λόγους απουσίας, ο μισθωτός που απέχει αδικαιολόγητα από την υπηρεσία του επιδεικνύει αντισυμβατική συμπεριφορά και εκτελεί πλημμελώς τα καθήκοντά του. Σε αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να περικόψει τις οφειλόμενες σε αυτόν αποδοχές που αντιστοιχούν τόσο στις ημέρες όσο και στις ώρες της απουσίας του από τα καθήκοντά του. Πρόκειται για ένα εργοδοτικό δικαίωμα που απορρέει από τη διάταξη 648 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι, ο μισθός αποτελεί αντάλλαγμα της παρεχόμενης εκ μέρους του εργαζομένου εργασίας και καταβάλλεται εφόσον παρέχεται εργασία.

Περαιτέρω, η αντισυμβατική διαγωγή του μισθωτού, παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να καταγγείλει νομίμως, οποιαδήποτε στιγμή, τη σύμβαση εργασίας, καταβάλλοντας παράλληλα τη νόμιμη οφειλόμενη αποζημίωση. Πιο συγκεκριμένα, τυχόν επανειλημμένες απουσίες του εργαζομένου από την εργασία του, αποτελούν, τόσο σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου (ΑΚ 672), όσο και βάσιμο λόγο που δικαιολογεί την καταγγελία σύμβασης αορίστου χρόνου (άρθ. 48 Ν. 4611/2019). Σε περίπτωση δε που η αυθαίρετη αποχή του μισθωτού αποσκοπεί στην πρόκληση της εκ μέρους του εργοδότη απόλυσής του, τυχόν αξίωση αποζημίωσης κρίνεται ως καταχρηστική.

Ακόμα, η αυθαίρετη αποχή από την εργασία, είναι δυνατόν να θεωρηθεί, έπειτα από εκτίμηση των συνθηκών και εφόσον προκύπτει σαφώς η σχετική βούληση του μισθωτού, ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του τελευταίου. Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για οικειοθελή αποχώρηση από την εργασία, και συνεπώς δεν οφείλεται αποζημίωση. Ο εργοδότης, προκειμένου να προστατευτεί, μπορεί να προβεί σε αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης, η οποία θα συνοδεύεται υποχρεωτικά, είτε α) από ηλεκτρονικά σαρωμένο έντυπο, υπογεγραμμένο από τον εργοδότη και τον εργαζόμενο, είτε β) από εξώδικη δήλωση του εργοδότη προς τον εργαζόμενο (μαζί με την έκθεση επίδοσής της), με την οποία τον ενημερώνει, ότι έχει χωρήσει οικειοθελής αποχώρησή του και ότι αυτή θα αναγγελθεί στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ».

Τέλος, ο χρόνος δικαιολογημένης απουσίας του μισθωτού θεωρείται πλασματικά από το νόμο ως χρόνος απασχόλησης και δεν συμψηφίζεται με τις ημέρες αδείας. Εξ’ αντιδιαστολής λοιπόν προκύπτει, ότι ο χρόνος κάθε αδικαιολόγητης απουσίας του μισθωτού από την εργασία του, δε νοείται ως χρόνος απασχόλησης και υπόκειται στον ανωτέρω συμψηφισμό. Αυτό σημαίνει ότι ο εργοδότης, δικαιούται να αφαιρέσει αριθμό ημερών αδείας ίσο με τις ημέρες αδικαιολόγητης απουσίας του μισθωτού. Αντιστοίχως μειώνονται αναλογικά τόσο οι αποδοχές όσο και το επίδομα αδείας, δεδομένου ότι αποτελούν “συνακολούθημα” της άδειας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ