Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή οικονομία σε μία περίοδο υψηλών αβεβαιοτήτων

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή οικονομία σε μία περίοδο υψηλών αβεβαιοτήτων

Ανάλυση της Alpha Bank

Την αυτονομία της ΕΕ και τις προοπτικές των ευρωπαϊκών επενδυτικών σχεδίων σε μία περίοδο υψηλών αβεβαιοτήτων, αναλύει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων.

Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της Alpha Bank, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2025 προβλέπεται στο 1,1% στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), δηλαδή περίπου στα ίδια επίπεδα με το 2024 (1,0%). Οι προβλέψεις έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω, συγκριτικά με τιςeyr αντίστοιχες φθινοπωρινές, κυρίως λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας που επικρατεί από τις αλλαγές στη δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ. Ωστόσο, το 2026 η ανάπτυξη της ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί σε 1,5%, υποστηριζόμενη από τη συνεχιζόμενη αύξηση της κατανάλωσης και την ήπια ανάκαμψη των επενδύσεων. Σε περίπτωση που μειωθούν οι εμπορικές εντάσεις μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ και καταλήξουν σε συμφωνία για το ύψος των δασμών και αν διεξαχθούν εμπορικές συμφωνίες με άλλες χώρες, αυτό θα στηρίξει την ευρωπαϊκή ανάπτυξη.

Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ διαθέτει μία από τις μεγαλύτερες δεξαμενές ιδιωτικών αποταμιεύσεων στον κόσμο, αφού οι αποταμιεύσεις των ευρωπαϊκών νοικοκυριών φθάνουν σχεδόν τα 1,4 τρισ. ευρώ, σε σύγκριση με τα 800 δισ. ευρώ στις ΗΠΑ (Ursula von den Leyen, Davos 2025), εκτιμάται ότι 300 δισ. ευρώ ετησίως εκρέουν από την Ευρώπη, κυρίως προς τις ΗΠΑ, λόγω του κατακερματισμού και της αναποτελεσματικότητας της ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς, αλλά και των υψηλότερων αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων. Η αδυναμία κινητοποίησης των εγχώριων αποταμιεύσεων για επενδυτικούς σκοπούς είναι μια διαρθρωτική αδυναμία που η Ευρώπη οφείλει πλέον να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Το ζήτημα αυτό όχι μόνο υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης μακροπρόθεσμα, αλλά και αποδυναμώνει τη στρατηγική της αυτονομία, περιορίζοντας την ικανότητά της να χρηματοδοτεί την καινοτομία, τη βιομηχανική ανάπτυξη και τις αμυντικές ικανότητές της, σε μια εποχή που ο παγκόσμιος ανταγωνισμός είναι πιο έντονος από ποτέ.

Επιπλέον, το κόστος της αδράνειας είναι υψηλό. Όσο τα ευρωπαϊκά κεφάλαια συνεχίζουν να ρέουν δυσανάλογα προς τις ΗΠΑ και άλλες πιο ολοκληρωμένες αγορές, η ΕΕ παραμένει εξαρτημένη από εξωτερικά χρηματοπιστωτικά συστήματα για την επέκταση των πιο καινοτόμων επιχειρήσεών της. Αυτό όχι μόνο υπονομεύει την ικανότητα της Ευρώπης να κρατήσει τις πιο σημαντικές και κερδοφόρες επιχειρήσεις στο έδαφός της, αλλά και θέτει την ήπειρο σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό για την τεχνολογική ηγεσία. Ταυτόχρονα, η κυριαρχία μη ευρωπαϊκών διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων στο φάσμα που καλύπτει τις ευρωπαϊκές επενδύσεις αποδυναμώνει τις οικονομικές αποδόσεις και απομακρύνει το κέντρο λήψης αποφάσεων μακριά από την ήπειρο, εδραιώνοντας περαιτέρω την ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική εξάρτηση (“Invest in Europe First! How to Stop Capital Flight and Fund European Business with European Savings”, Single Market Lab, Μάρτιος 2025).

Ιστορικά, η επιτάχυνση των επενδύσεων στην ΕΕ προήλθε από διαρθρωτικές αλλαγές που απελευθέρωσαν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες.

Στο πεδίο των επενδύσεων, λοιπόν, η Ευρώπη διαθέτει, σήμερα, διάφορα όπλα στη φαρέτρα της. Μεταξύ αυτών, τα κάτωθι είναι τα σημαντικότερα:

  • Η Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων (Savings and Investments Union SIU). Δεδομένου ότι οι επιπρόσθετες επενδυτικές ανάγκες της ΕΕ εκτιμώνται σε 750-800 δισ. ευρώ ετησίως έως το 2030 (έκθεση Draghi), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αρχικώς, μέσω της Ένωσης Κεφαλαιαγορών και της Τραπεζικής Ένωσης, και πρόσφατα, μέσω της Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων (SIU) προσπαθεί να αντιμετωπίσει την αναντιστοιχία μεταξύ αποταμιεύσεων και επενδυτικών αναγκών. Αυτή η πρωτοβουλία είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, καθώς οι εταιρείες που ηγούνται της καινοτομίας εξακολουθούν να δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα κεφάλαια από τις αγορές της ΕΕ. Ειδικότερα, αν αναλογιστούμε ότι περίπου 10 τρισ. ευρώ από τις αποταμιεύσεις των πολιτών βρίσκονται σε τραπεζικές καταθέσεις. Οι τραπεζικές καταθέσεις είναι ασφαλείς και εύκολα προσβάσιμες, αλλά συνήθως αποφέρουν χαμηλότερες αποδόσεις συγκριτικά με τις επενδύσεις στην κεφαλαιαγορά. Ως εκ τούτου, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για την πλήρη απελευθέρωση του δυναμικού αυτού του κεφαλαίου, το οποίο θα αποφέρει υψηλότερες αποδόσεις στους Ευρωπαίους πολίτες. Στόχος είναι να βελτιωθεί και να διευκολυνθεί η πρόσβαση των επιχειρήσεων της ΕΕ στη χρηματοδότηση.
  • Το σχέδιο ReArm Europe Plan/Readiness 2030 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το σχέδιο αυτό που παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2025 θα ενισχύσει τη χρηματοδότηση στον τομέα της άμυνας. Συνοπτικά, αυτό θα επιτευχθεί με τους εξής τρόπους:

-Ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που επιτρέπει στα κράτη-μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες. Η αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,5% στους αμυντικούς προϋπολογισμούς θα μπορούσε να δημιουργήσει δημοσιονομικά περιθώρια ύψους σχεδόν 650 δισ. ευρώ σε διάστημα 4 ετών. Ήδη 16 κράτη-μέλη έχουν υποβάλει αίτημα για την ενεργοποίηση της εθνικής ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες.

-Δρομολόγηση (αρχική έγκριση) ενός δανειακού μέσου ύψους 150 δισ. ευρώ (SAFE) που θα βοηθήσει τις χώρες να προχωρήσουν σε κοινές αγορές αμυντικού εξοπλισμού και να επενδύσουν σε βασικούς αμυντικούς τομείς, όπως η πυραυλική άμυνα, τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο.

-Στήριξη από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για τη διεύρυνση του πεδίου των δανειοδοτήσεών του σε έργα άμυνας και ασφάλειας.

Alpha Bank: Τα ευρωπαϊκά επενδυτικά σχέδια σε μία περίοδο υψηλών αβεβαιοτήτων-2
  • Το νέο επενδυτικό σχέδιο της Γερμανίας, της ατμομηχανής της ευρωπαϊκής οικονομίας. Στις 22 Μαρτίου 2025, ο Γερμανός πρόεδρος Frank-Walter Steinmeier υπέγραψε μία συνταγματική μεταρρύθμιση-ορόσημο για το φρένο χρέους της Γερμανίας και ένα Ταμείο Υποδομών και Άμυνας ύψους 500 δισ. ευρώ. Το συγκεκριμένο ταμείο αποσκοπεί στην τόνωση των επενδύσεων σε κρίσιμους τομείς της Γερμανίας, όπως οι μεταφορές, τα νοσοκομεία, η ενέργεια, η εκπαίδευση και οι ψηφιακές υποδομές. Με διάρκεια 12 ετών, το ταμείο θα χρηματοδοτηθεί μέσω δανείων και θα κατανεμηθεί ως εξής:
  1. i) 100 δισ. ευρώ στα ομόσπονδα κρατίδια, ii) 100 δισ. ευρώ για επενδύσεις που σχετίζονταιμε την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και iii) 300 δισ. ευρώ που θα διατεθούν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για διάφορα έργα υποδομών.

Συνοψίζοντας, η ευρωπαϊκή αυτονομία, δηλαδή η ικανότητα της Ευρώπης να ενεργεί ανεξάρτητα σε βασικούς τομείς όπως η υγεία, η άμυνα, η ενέργεια και οι ψηφιακές υποδομές έχει αναδειχθεί σε προτεραιότητα. Πρωτοβουλίες όπως αυτές που αναφέρθηκαν, αλλά και άλλες που ήδη υπάρχουν (RePower EU, European Chips Act), αναμένεται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην αυτονομία της ΕΕ και να αποτελέσουν ένα ισχυρό αντίβαρο στις εξωτερικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή οικονομία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ