Οι κύριες συντάξεις και ποιοι κινδυνεύουν να χάσουν από την απόφαση του ΣτΕ

Οι κύριες συντάξεις και ποιοι κινδυνεύουν να χάσουν από την απόφαση του ΣτΕ

Μετά πάροδο δύο ετών εκδόθηκαν οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που αφορούσαν προσφυγές κατά βασικών ρυθμίσεων του νόμου 4387/2016, δηλαδή του νόμου Κατρούγκαλου.  Παρ΄ ότι σημαντικές ρυθμίσεις κρίθηκαν αντισυνταγματικές, θεωρώ ότι βασικές δομές του νόμου παραμένουν εν ισχύει, ιδίως αναφορικά με τις ενοποιήσεις των ασφαλιστικών φορέων και την δημιουργία του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης αλλά και τον επανυπολογισμό κύριων και επικουρικών συντάξεων, ανεξαρτήτως αν αυτός έγινε με ορθό τρόπο, αν προηγήθηκαν, όπως έπρεπε, αναλογιστικές μελέτες κ.λπ.

Όσον αφορά τον τομέα των κύριων συντάξεων, αντισυνταγματικότητα εντοπίσθηκε στην ανταποδοτική σύνταξη όπου οι νέοι συντελεστές αναπλήρωσης κρίθηκαν χαμηλοί, κάτι που οδηγεί βεβαίως σε πολύ χαμηλό ποσό απονεμόμενης σύνταξης. Για την διάταξη (άρθρο 8 νόμου Κατρούγκαλου) θα πρέπει να υπάρξει νέα νομοθέτηση, κάτι που βεβαίως θα σηματοδοτήσει υποχρέωση και νέου επανυπολογισμού όλων των «παλαιών» συντάξεων, δηλαδή αυτών που είχαν υπολογισθεί με τον παλαιό τρόπο υπολογισμού, οι οποίες επανυπολογίσθηκαν με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου. Άποψή μου είναι ότι η νέα νομοθέτηση δεν θα πρέπει να περιορισθεί μόνο στην παράμετρο «συντελεστές αναπλήρωσης», αλλά πρέπει να επεκταθεί και στην δεύτερη παράμετρο υπολογισμού του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης, δηλαδή στις «συντάξιμες αποδοχές» που και αυτό επηρεάζει σημαντικά το συνολικό ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης. Κι αυτό προκύπτει από διάφορες σκέψεις που διατυπώθηκαν στις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, τόσο σε σχέση με την συνολική αναπλήρωση εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης, όσο και σε σχέση με την αναλογία εισφορών – συντάξεων στους ελεύθερους επαγγελματίες. Η νέα παρέμβαση βέβαια δεν μπορεί να μην αντιμετωπίσει και τις ενδιάμεσες περιπτώσεις συνταξιοδοτήσεων, δηλαδή αυτές που αφορούν αιτήσεις συνταξιοδότησης μετά τον νόμο Κατρούγκαλου, για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις συνταξιοδότησης με μειωμένα ποσά συντάξεων. Η αναμενόμενη αποκατάσταση αδικιών που υπόσχεται το Υπουργείο πρέπει σαφώς να απλώσει πέπλο προστασίας για τις περιπτώσεις αυτές (με αναδρομικότητα ή χωρίς).

Ιδιαίτερης προσοχής πρέπει να τύχουν περιπτώσεις που στην απονεμόμενη σύνταξη έχει χορηγηθεί προσωπική διαφορά, η οποία, αν η νέα σύνταξη αυξηθεί, μπορεί να μη χορηγείται λόγω του ότι η νέα διαφορά (παλαιάς – νέας σύνταξης) υπολείπεται του 20%.

Επισημαίνω πάντως ότι δεν νομίζω ότι θα νομοθετηθεί ένα σύστημα που θα οδηγεί συνολικά σε υψηλότερες συντάξεις από αυτές του νόμου Κατρούγκαλου. Κι αυτό γιατί το Υπουργείο δεν θα θέλει να υπερβεί την οριοθετημένη ετήσια συνταξιοδοτική δαπάνη. Τούτο βεβαίως σημαίνει, ότι με το νέο σχεδιασμό, κάποιες συντάξεις, προφανώς αυτές με περιορισμένο χρόνο ασφάλισης ή και με χαμηλές συντάξιμες αποδοχές, θα υπολογίζονται σε χαμηλότερο ύψος από αυτό που υπολογίζονταν με την κριθείσα ως αντισυνταγματική, νομοθετική ρύθμιση. Θα ήταν πολύ καλό να μην επιβεβαιωθώ, αλλά φοβάμαι ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί. Σε κάθε περίπτωση πάντως η νέα νομοθέτηση της ανταποδοτικής σύνταξης παρέχει ευκαιρία αποκατάστασης αδικιών, διευθέτηση με πληρότητα, σαφήνεια και απλότητα του τομέα «ανταποδοτική σύνταξη» και δημιουργίας ενός μοντέλου με ορθά κοινωνικοασφαλιστικά χαρακτηριστικά που δεν θα είναι ευάλωτο σε δικαστικές προσφυγές.

Ο Δημήτρης Μπούρλος είναι δικηγόρος και τ. εκδότης του περιοδικού «Νομοθεσία ΙΚΑ»

Δείτε όλα τα άρθρα του Δημήτρη Μπούρλου στο fpress.gr ΕΔΩ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ