Δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Αναμένοντας τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου

Της Μελίνας Μουζουράκη*

Δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Αναμένοντας τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου

Η υπόθεση  της προστασίας των δανειοληπτών που έχουν λάβει δάνειο σε ελβετικό φράγκο βρίσκεται στην πλέον κρίσιμη καμπή. Μετά την έκδοση πλήθους αποφάσεων στα πρωτοδικεία και στα εφετεία της χώρας, με διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς το ζήτημα της εγκυρότητας και νομιμότητας των όρων των σχετικών συμβάσεων, οι σχετικές  υποθέσεις έφθασαν και στον Άρειο Πάγο.

Ως το πλέον κρίσιμο ζήτημα έχει αναχθεί, στη φάση αυτή, αν οι όροι των συμβάσεων που προβλέπουν ότι το συναλλαγματικό κίνδυνο τον φέρει ο δανειολήπτης είναι καταχρηστικοί ως αδιαφανείς, καθόσον δεν ενημερώνουν συγχρόνως για τις δυσμενείς συνέπειες και κινδύνους που έχει η ανάληψη του δανείου σε συνάλλαγμα. Ήδη το Τμήμα του Αρείου Πάγου που επιλήφθηκε της υποθέσεως θεώρησε το εν λόγω ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και το παρέπεμψε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Η Ολομέλεια συνεδρίασε στις 27 Σεπτεμβρίου και αναμένεται πλέον η έκδοση της σχετικής απόφασης.

Το κρίσιμο ζήτημα στις εν λόγω υποθέσεις που έχει να εξετάσει η Ολομέλεια είναι αν ο όρος που προβλέπει την επίρριψη του συναλλαγματικού κινδύνου στους δανειολήπτες επιτρέπεται να υπαχθεί σε έλεγχο κύρους, δηλαδή σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Και αυτό γιατί, όπως υποστηρίζουν οι τράπεζες και έχουν δεχθεί και σε αποφάσεις τους δικαστήρια ουσίας, ο όρος αυτός δεν υπάγεται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Η θέση αυτή στηρίζεται στο επιχείρημα ότι σε τέτοιο έλεγχο υπάγονται μόνο οι όροι που αποκλίνουν από μη δεσμευτικές (τις λεγόμενες ενδοτικού δικαίου) διατάξεις ή ρυθμίζουν τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών. Υποστηρίζεται λοιπόν ότι επειδή η επίρριψη του συναλλαγματικού κινδύνου στον οφειλέτη προκύπτει ήδη από το νόμο, και ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 291 του Αστικού Κώδικα, ο όρος δεν μπορεί να ελεγχθεί για το κύρος του, δηλαδή τη νομιμότητά του. Αντίθετα, οι δανειολήπτες και οι ενώσεις καταναλωτών υποστηρίζουν ότι, για να υπάρξει έγκυρη (ισχυρή) ανάληψη του συναλλαγματικού κινδύνου από τον δανειολήπτη, θα πρέπει αυτός να ενημερώνεται για τις δυσμενείς συνέπειες και τους κινδύνους που έχει το δάνειο σε συνάλλαγμα.

Πράγματι, τα δάνεια σε συνάλλαγμα διαφέρουν ριζικά από τα παραδοσιακά δάνεια. Κύριο γνώρισμά τους είναι ότι το κόστος δανεισμού καθίσταται αόριστο. Όχι όμως εξαιτίας της διακύμανσης του επιτοκίου. Αντίθετα, το πρόβλημα είναι ότι σε αυτά τα δάνεια διακυμαίνεται το ίδιο το θεμέλιο της παροχής, δηλ. το κεφάλαιο που θα κληθεί να επιστρέψει ο δανειολήπτης. Το κεφάλαιο αυτό διαμορφώνεται, λόγω της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, από μη προβλέψιμους τελικά για τον καταναλωτή παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να ανατρέπουν οποιαδήποτε αναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και να καθιστούν ανυπέρβλητο το πραγματικό κόστος του δανείου.

Η σύναψη δανείου σε συνάλλαγμα είναι γι’ αυτό μία επιλογή ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου. Η εκτίμηση του κινδύνου προϋποθέτει γνώσεις τόσο για τον μηχανισμό λειτουργίας του δανείου αυτού όσο και για την εξέλιξη συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ο μέσος δανειολήπτης, ο οποίος ενεργεί για την κάλυψη των στεγαστικών του αναγκών, δεν έχει την εμπειρία και τις γνώσεις για να αντιληφθεί τους κινδύνους που ανακύπτουν και να λάβει την απόφαση σύναψης ή όχι ενός τέτοιου δανείου συνυπολογίζοντας όλες τις κρίσιμες παραμέτρους. Οι καταναλωτές, αδυνατώντας συχνά να κατανοήσουν τον σύνθετο χαρακτήρα των δανείων σε συνάλλαγμα, αποφασίζουν αφού προηγουμένως απλουστεύσουν την επιλογή τους με βάση τις διαθέσιμες από την τράπεζα σε αυτούς πληροφορίες. Όταν τα πιστωτικά ιδρύματα περιορίζονται ή εστιάζουν στη σύγκριση του επιτοκίου του δανείου σε ευρώ με εκείνο του δανείου σε ξένο νόμισμα, μοιραία οι καταναλωτές εμπιστεύονται την πρόταση της τράπεζας και παραβλέπουν τους μελλοντικούς κινδύνους. Είναι, γι’ αυτό, κρίσιμο να διασφαλίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις η με ανάλογη ένταση και έμφαση πληροφόρηση και διαφώτιση για τους κινδύνους.

Σήμερα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι δανειολήπτες έχουν ανάγκη την πληροφόρηση και διαφώτιση σχετικά με τους κινδύνους, ώστε να λάβουν κατά τρόπο υπεύθυνο την απόφαση επιλογής ενός δανείου σε συνάλλαγμα. Η Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, επιβάλλει ήδη την υποχρέωση της τράπεζας για την πληροφόρηση και διαφώτιση του πελάτη. Η πληροφόρηση και διαφώτιση είναι προϋπόθεση προκειμένου να υπάρξει έγκυρη ανάληψη υποχρέωσης σε συνάλλαγμα. Την εν λόγω ανάγκη του καταναλωτή αναγνωρίζουν και επιβεβαιώνουν πλέον ένα πλήθος νομοθετημάτων και συστάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Σύσταση 2011/C/342/01του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου σχετικά με το δανεισμό σε ξένο νόμισμα και η Οδηγία 2014/17/ΕΕ.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει λάβει θέση επί του κρίσιμου αυτού ζητήματος. Αυτό, μάλιστα, στο πλαίσιο της εφαρμογής της (από το 1993) Οδηγίας για τις καταχρηστικές ρήτρες. Υπάρχουν ήδη τέσσερις αποφάσεις που αναφέρονται στα δάνεια σε συνάλλαγμα και επιβεβαιώνουν την ανάγκη του υποψήφιου δανειολήπτη για πληροφόρηση, διαφώτιση και κατάλληλη συμβουλευτική καθοδήγηση στη λήψη του δανείου. Επισημαίνεται ιδίως εν προκειμένω η από 20.9.2017 απόφασή του στην υπόθεση C-186/16 Ruxandra Andriciuc κλπ.κατά Banca Romaneasca. Στην υπόθεση αυτή επρόκειτο για δάνεια σε ελβετικό φράγκο που είχαν χορηγηθεί στη Ρουμανία, όπως και στη χώρα μας, την περίοδο 2006-2008. Το κρίσιμο αφορούσε την καταχρηστικότητα ή μη όρου της σύμβασης σύμφωνα με τον οποίο οι δανειολήπτες έφεραν εξ ολοκλήρου τον συναλλαγματικό κίνδυνο, δίχως όμως με τον όρο αυτόν ή με άλλους, έστω, όρους της σύμβασης να παρέχεται η ενημέρωση και πληροφόρηση για τους κινδύνους. Το Δικαστήριο ερμήνευσε διασταλτικά τις απαιτήσεις διαφάνειας, ενώ επισήμανε και την ανάγκη να ερμηνευτούν συσταλτικά οι περιορισμοί που περιέχει η Οδηγία για τον έλεγχο των όρων. Απεφάνθη δε κατόπιν τούτου ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν, προκειμένου οι όροι για τη συναλλαγματική ισοτιμία ή την ανάληψη υποχρέωσης σε συνάλλαγμα από τη σύμβαση δανείου, να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση αυτοί να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις, εξειδικεύοντας περαιτέρω τις απαιτήσεις αυτής της πληροφόρησης.

Πλέον ο Άρειος Πάγος καλείται να λάβει την κρίσιμη απόφαση μέσα σε μία ευνοϊκή για τους δανειολήπτες νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το τελευταίο ενθαρρύνει τον έλεγχο των όρων που επιρρίπτουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον δανειολήπτη, δίχως να του παρέχουν την αναγκαία πληροφόρηση που θα του επέτρεπε να συνυπολογίσει όλες τις κρίσιμες παραμέτρους και να λάβει μία υπεύθυνη και κατάλληλη για τον ίδιο απόφαση. Η νομολογία μας δεν μπορεί παρά ακολουθήσει μία συμβατή με τις κατευθύνσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πορεία.

Η Μελίνα Μουζουράκη, είναι δικηγόρος Αθηνών από το 1991, παρ’ Αρείω Πάγω από το 2001. Έχει εργασθεί ως νομικός σύμβουλος Ενώσεων Καταναλωτών, έχει ειδικευτεί σε θέματα ευρωπαϊκού δικαίου προστασίας καταναλωτή. Έχει θητέψει ως νομικός σύμβουλος στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης (1993-2005) σε σχέση με την εφαρμογή συγχρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση προγραμμάτων, όπως των πρωτοβουλιών LEADER I και LEADER II, αναθέσεις έργων και μελετών (προκηρύξεις διαγωνισμών, κατάρτιση συμβάσεων κλπ). Από το 1995 έως το 2000 υπήρξε τακτικό μέλος της ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού ως εκπρόσωπος του Εθνικού Συμβουλίου Καταναλωτών, συμβουλευτικού οργάνου του Υπουργού Ανάπτυξης, του οποίου επίσης ήταν μέλος. Έχει διατελέσει και είναι μέλος ευρωπαϊκών θεσμών στην προστασία του καταναλωτή, όπως στο συμβουλευτικό όργανο της Γενικής Διεύθυνσης Αγοράς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής FIN-USE (2004-2006), την πανευρωπαϊκή οργάνωση για την υπερχρέωση European Consumer Debt Network (ECDN).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ