Δίκη Λιγνάδη: Καταπέλτης ο εισαγγελέας - Ζήτησε την ενοχή του για τρεις βιασμούς ανηλίκων

Δίκη Λιγνάδη: Καταπέλτης ο εισαγγελέας - Ζήτησε την ενοχή του για τρεις βιασμούς ανηλίκων

Αντίθετα, πρότεινε να αθωωθεί για τον τέταρτο καταγγελλόμενο βιασμό, καθώς όπως χαρακτηριστικά είπε ο εισαγγελέας, οι αμφιβολίες συνηγορούν υπέρ του κατηγορουμένου.

Την ενοχή του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρη Λιγνάδη, για τρεις υποθέσεις βιασμού σε βάρος ανηλίκων πρότεινε ο εισαγγελέας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, Κωνσταντίνος Κούντριας.

Αντίθετα, πρότεινε να αθωωθεί για τον τέταρτο καταγγελλόμενο βιασμό, καθώς όπως χαρακτηριστικά είπε ο εισαγγελέας, οι αμφιβολίες συνηγορούν υπέρ του κατηγορουμένου. Κι αυτό διότι ο καταγγέλλων δεν προσήλθε τελικά να καταθέσει και επέλεξε, εν γνώσει του, να απουσιάσει.

«Οι αποδείξεις πρωτίστως διεξάγονται επ’ ακροατηρίω και όχι στις τηλεοράσεις. Εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες για την αξιοπιστία του και για τη βασιμότητα της καταγγελίας του», τόνισε ο εισαγγελέας της έδρας.

«Οι σεξουαλικές προτιμήσεις του καθενός είναι προσωπικό του δικαίωμα, όμως η άσκηση βίας είναι αδίκημα και δη κακούργημα», τόνισε στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας.

Για τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης του κατηγορούμενου ο εισαγγελέας τόνισε, ότι «δεν θα μπορούσαν να ξέρουν τι γίνεται στο σπίτι του κατηγορούμενου, παρόλο που ήταν άτομα του στενού του κύκλου» και αναφέρθηκε στις καταθέσεις της οικιακής βοηθού και της Ελένης Κούρκουλα (οι οποίες ισχυρίστηκαν ότι ο κατηγορούμενος δεν φιλοξενούσε ανήλικα άτομα), λέγοντας ότι αυτό στην απολογία του το παραδέχτηκε ο ίδιος ο Δ. Λιγνάδης.

Σχετικά με τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου, ότι πρόκειται για σκευωρία για την οποία συνενώθηκε ένα «κράμα επιθυμιών υπό την ομπρέλα του κινήματος MeToo» και συνεργάστηκαν «αδίστακτοι καταγγέλλοντες με σκοπό να γίνουν influencer, πληρωμένοι δημοσιογράφοι και άνθρωποι από το ΣΕΗ, που είχαν σκοπό να πλήξουν την υπουργό Λίνα Μενδώνη», ο εισαγγελέας υποστήριξε, ότι δεν αποδείχθηκε ότι έγινε κάποια σκευωρία ή πλεκτάνη σε βάρος του κατηγορούμενου, ότι «δεν προκύπτει τέτοια κόντρα με το ΣΕΗ, που να οδηγήσει στην κατηγορία» και ότι «δεν προέκυψε οργανωμένο σχέδιο, για να στραφούν κάποιοι κατά της υπουργού Πολιτισμού, η οποία ουδέποτε έκανε αναφορά σε σκευωρία».

Συνεχίζοντας την αγόρευσή του, ο εισαγγελέας ανέφερε, πως ο Δ. Λιγνάδης γνώριζε, ότι τα θύματά του λόγω της ανήλικοτητάς του διασφάλιζαν τη σιγουριά, ότι δεν θα μιλούσαν.

«Τελέστηκαν ακραίες πράξεις σεξουαλικής βίας, έχτιζε πρώτα σχέση εμπιστοσύνης με τα θύματά του και τους δημιουργούσε την πεποίθηση, ότι θα τα βοηθούσε να αναδειχθούν επαγγελματικά, σε όποιον χώρο επιθυμούσαν. Η μεθοδολογία που ανέπτυξε επιβεβαιώθηκε από μαρτυρική κατάθεση, που μιλούσε για προσπάθεια του Δ. Λιγνάδη επιβολής της εξουσίας του», είπε ο εισαγγελέας και συνέχισε:

«Καμία λογική εξήγηση δεν έδωσε ο κατηγορούμενος για τη σχέση του με τους δυο από τους καταγγέλλοντες… Οι καταγγέλλοντες δεν απόλαυσαν κανέναν οικονομικό όφελος, αντίθετα χρειάστηκε να ανακαλέσουν τραυματικές μνήμες. Καμία σκευωρία σε βάρος του κατηγορουμένου δεν αποδείχθηκε. Τα θύματα μίλησαν και μάλιστα μίλησαν δυνατά, αντιθέτως ο κατηγορούμενος στην απολογία του δεν παρείχε λογικές απαντήσεις για τα κίνητρα των παθόντων», είπε ο εισαγγελέας και συνέχισε:

«Οι συγκεκριμένες κατηγορίες δεν προέρχονται από ανθρώπους του θεάτρου, αλλά από πρόσωπα του περιβάλλοντος του, που ο ίδιος είχε επιλέξει, να συναναστρέφεται. Έχει τελεστεί η πράξη του βιασμού κατά συρροή σε βάρος των τριών παθόντων. Ο κατηγορούμενος γνώριζε, ότι τη συγκεκριμένη στιγμή δεν συναινούσαν τα θύματα. Να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος για την πράξη του βιασμού σε βάρος του τέταρτου καταγγέλλοντα», ανέφερε ο εισαγγελικός λειτουργός.

«Τα θύματα του βιασμού δεν έχουν φύλο, καταγωγή και κοινωνικό στάτους. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν αναγνωρίσιμος, δεν αναιρεί τη διάπραξη των αδικημάτων. Τα θύματα λόγω ανηλικότητας, καταγωγής και οικογενειακής κατάστασης ήταν εύκολος στόχος, γιατί διασφάλιζαν τη σιγουριά, ότι δεν θα αποκάλυπταν τι συνέβη. Η αναγνωρισιμότητα και η λάμψη δεν αναιρεί την ανάγκη ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής», είπε ο εισαγγελικός λειτουργός και τόνισε ότι «κοινός παρανομαστής ήταν η ικανοποίηση της σεξουαλικής του ορμής».

Έκανε, επίσης, λόγο για «δόλο» από την πλευρά του κατηγορουμένου, ο οποίος φρόντιζε να «καλλιεργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τα θύματα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ