Νέο 5ετές: Γιατί η Ελλάδα χτυπάει ξανά την πόρτα των αγορών

Νέο 5ετές: Γιατί η Ελλάδα χτυπάει ξανά την πόρτα των αγορών

Το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε χθες, Τρίτη, ότι ανέθεσε την κοινοπρακτική έκδοση του νέου ομολόγου 5ετούς διάρκειας στις τράπεζες Barclays, BofA Securities, Commerzbank, Morgan Stanley και Societe Generale. Στόχος, η άντληση ποσού τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ με ένα επιτόκιο το οποίο, ανάλογα με τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν, μπορεί να υποχωρήσει και κάτω από τη μισή ποσοστιαία μονάδα. Ο επικαιροποιημένος προγραμματισμός του ΟΔΔΗΧ προβλέπει ότι θα ακολουθήσει τουλάχιστον ακόμη μια έξοδος στις αγορές μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα καθώς η εκτόξευση του φετινού πρωτογενούς ελλείμματος στα τουλάχιστον 12 δισ. ευρώ  απαιτεί και πρόσθετες χρηματοδοτήσεις προκειμένου να μην μειωθούν αισθητά τα ταμειακά διαθέσιμα. Συνολικά, το πρόγραμμα δανεισμού, από τα 12 δισ. ευρώ που ήταν προγραμματισμένο, αναμένεται να αυξηθεί ακόμη και στα 15 δισ. ευρώ.

 

Η έξοδος αυτή στις αγορές είναι η τρίτη κατά σειρά που πραγματοποιεί το Ελληνικό Δημόσιο από την αρχή του έτους. Μέχρι στιγμής το υπουργείο Οικονομικών έχει αντλήσει 6 δισ. ευρώ με χαμηλά επιτόκια από τα 12 δισ. ευρώ που είναι ο αρχικός σχεδιασμός που έχει εκπονήσει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους για το σύνολο της χρονιάς. Προηγήθηκε στις 17 Μαρτίου η έκδοση του 30ετούς ομολόγου λήξεως Ιανουρ. 2052 με επιτόκιο 2,75%, όπου το Δημόσιο άντλησε 2,5 δισ. ευρώ. Στη δημοπρασία καταγράφηκε έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον, καθώς οι προσφορές ξεπέρασαν τα 26,1 δισ. ευρώ. Με τη νέα έκδοση του 10ετους ομολόγου στις 27 Ιανουαρίου, το Δημόσιο άντλησε άλλα 3,5 δισ. ευρώ με επιτόκιο 0,75%. Οι επενδυτές προσέφεραν να δανείσουν το Ελληνικό Δημόσιο με 29 δισ. ευρώ μέσω αυτής της έκδοσης.

Το υπουργείο Οικονομικών επιχειρεί να εκμεταλλευτεί το ευνοϊκό κλίμα που επικρατεί στις αγορές ομολόγων χάρη στην υποστήριξη που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκειμένου να ενισχύσει τα διαθέσιμα του ενόψει των αυξημένων δημοσιονομικών υποχρεώσεων που έχει προκαλέσει η πανδημία. Τα διαθέσιμα του Δημοσίου ήταν στα 30 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου.

Μεσολαβητικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή διαδραματίζουν οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες μπορούν να λαμβάνουν ρευστότητα από την ΕΚΤ καταθέτοντας ως ενέχυρο τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που αγοράζουν από τις δημοπρασίες. Το 2020 οι ελληνικές τράπεζες απορρόφησαν ομόλογα 12 δισ. ευρώ, όσα δηλαδή εξέδωσε το Ελληνικό Δημόσιο. Χάρη σε πρόσθετα μέτρα χαλάρωσης που έλαβε πρόσφατα η ΕΚΤ οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να αντλήσουν ακόμη περισσότερη ρευστότητα από την ΕΚΤ. Τα τελευταία στοχεία έδειξαν ότι τον Μάρτιο οι ελληνικές τράπεζες άντλησαν από την ΕΚΤ επιπλέον 3 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα η συνολική τους έκθεση στην ΕΚΤ να φθάνει τα 44,6 δισ. ευρω. Η ΕΚΤ, στο πλαίσιο των έκτακτων μέτρων που εφαρμόζει, χαλάρωσε ακόμη περισσότερο τους όρους, αυξάνοντας στο 55% (από το 50%) το ποσοστό των κεφαλαίων που μπορεί να χορηγήσει ανά τράπεζα ως προς το σύνολο των ομολόγων που διαθέτει. Παράλληλα, επιμήκυνε ως τον Ιούνιο του 2022 τη διάρκεια του προγράμματος παροχής ρευστότητας TLTRO.

Επιπροσθέτως, η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος ενισχύθηκε από την αύξηση των καταθέσεων. Στο πρώτο τρίμηνο του έτους επιχειρήσεις και νοικοκυριά κατέθεσαν στις τράπεζες περίπου άλλο 1,8 δισ. ευρώ.

Εκτός από τα παραπάνω, ο δανεισμός του Δημοσίου από τις αγορές διευκολύνεται από τη θετική στάση που κράτησε ο διεθνής οίκος αξιολόγησης Standard & Poors, ο οποίος προχώρησε στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας. Ο αυξημένος δανεισμός εκτιμάται ότι θα διογκώσει το Δημόσιο Χρέος φέτος στα 352 δισ. ευρω ή 205% του ΑΕΠ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ