Γιατί η μείωση της φορολογίας θα παραμείνει «όνειρο»

Απαιτείται νέα διαπραγμάτευση με τους δανειστές ή υπερπαραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων

Γιατί η μείωση της φορολογίας θα παραμείνει «όνειρο»

Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές ήρθαν για να μείνουν, τουλάχιστον μέχρι το 2022. Οι υποσχέσεις που δίνουν τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχουν προϋποθέσεις που πολύ δύσκολα θα εκπληρωθούν. Μας τα λένε οι δανειστές, εμείς δεν ακούμε…

Υπερπαραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων σε επίπεδα που δεν έχουν επιτευχθεί ποτέ ή «επαναδιαπραγμάτευση» με τους δανειστές για μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από το 3,5%. Όσο απίθανο και αν ακούγεται είτε το ένα είτε το άλλο σενάριο, άλλος δρόμος για να μειωθεί αισθητά ο ΕΝΦΙΑ και τα υπόλοιπα φορολογικά βάρη των πολιτών δεν υπάρχει. Κάτι που σημαίνει ότι για να γίνουν πράξη οι υποσχέσεις τόσο του πρωθυπουργού όσο και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί περιορισμού των φορολογικών βαρών, θα πρέπει να έρθει ο κόσμος ανάποδα ή οι πολίτες να κάνουν υπομονή μέχρι το μακρινό 2023 για να υλοποιηθεί μόνο ένα μικρό μέρος των μειώσεων.

Τα όσα ακούστηκαν από τους κ.κ Τσίπρα και Μητσοτάκη τις δύο τελευταίες εβδομάδες στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, έρχονται σε σύγκρουση με τη σκληρή πραγματικότητα των αριθμών οι οποίοι έχουν ήδη συμφωνηθεί με τους δανειστές. Για να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι των επόμενων ετών (σ.σ πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ μόνο για φέτος και 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 μέχρι και το 2022) θα πρέπει:

1. Από την άμεση φορολογία, το δημόσιο να αντλεί πάνω από 22,3 δις. ευρώ σε ετήσια βάση αντί για 18,4 δις. ευρώ που αναμένεται να είναι η φετινή επίδοση αν φυσικά γίνει κάποιο θαύμα και εξαφανιστεί η υστέρηση που καταγράφεται στα στοιχεία του 8μηνου. Ποια ελάφρυνση μπορεί να γίνει στους άμεσους φόρους και ταυτόχρονα να αυξηθεί η απόδοση των άμεσων φόρων κατά τέσσερα ολόκληρα δις. ευρώ σταδιακά στα επόμενα χρόνια; Αξίζει να σημειωθεί ότι στους υπολογισμούς έχει ληφθεί υπόψη και η επίπτωση από τη μείωση του αφορολογήτου από τα 1900 στα 1250 ευρώ αλλά και η ενεργοποίηση των «καλών μέτρων» που έχουν νομοθετηθεί για το 2020 (σ.σ μείωση ΕΝΦΙΑ κατά περίπου 7%, μείωση συντελεστή φορολόγησης επιχειρήσεων από το 29% στο 26%, μείωση βασικού συντελεστή κλίμακας από το 22% στο 20% κλπ). Όλα αυτά σημαίνουν πρακτικά ότι για να χρηματοδοτηθεί μια επιπλέον φορολογική μείωση, θα πρέπει και να πληρώσουμε τέσσερα δις. ευρώ επιπλέον φόρους σε ετήσια βάση τα επόμενα χρόνια και να βρεθεί «ισοδύναμο» για να χρηματοδοτηθεί η επιπλέον παροχή. Όσο για το κόστος αυτής της παροχής, ενδεικτικά είναι τα ακόλουθα στοιχεία: η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% στην οποία αναφέρθηκε ο αρχηγός της ΝΔ κοστίζει περίπου ένα δις. ευρώ ενώ η θέσπιση ελάχιστου συντελεστή 9% στην κλίμακα μπορεί να κοστίσει ακόμη και 2 δις. ευρώ ανάλογα με το εύρος που θα έχει το κλιμάκιο εφαρμογής του συγκεκριμένου συντελεστή.

2. Από την έμμεση φορολογία, το δημόσιο προσδοκά να εισπράξει φέτος περίπου 30 δις. ευρώ (σ.σ με βάση τα στοιχεία της γενικής κυβέρνησης) ενώ μέχρι το 2021 η ετήσια απόδοση της έμμεσης φορολογίας θα πρέπει να έχει αυξηθεί στα 32,597 δις. ευρώ δηλαδή κατά περίπου 2,6 δις. ευρώ επιπλέον. Επιπλέον μέτρα στην έμμεση φορολογία δεν υπάρχουν στον ορίζοντα (τουλάχιστον προς το παρόν) και το πρόσθετο ποσό θα πρέπει να εξασφαλιστεί από την αύξηση της κατανάλωσης και τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Δηλαδή, η επίτευξη του στόχου στην έμμεση φορολογία, είναι εξαρτημένη από την πορεία του ΑΕΠ. Χωρίς την ανάπτυξη άνω του 2% για όλο το χρονικό διάστημα μετά το 2017, ο στόχος δεν θα επιτευχθεί εκτός και αν γίνουν… θαύματα στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.

Ακούστηκε, ειδικά από τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, το ενδεχόμενο η μείωση των φορολογικών συντελεστών να χρηματοδοτηθεί με την περικοπή των δαπανών. Μάλιστα, ο κ. Μητσοτάκης παρέθεσε μια σειρά από παραδείγματα τα οποία μπορούν να εξασφαλίσουν κοντά στο 1 δις. ευρώ. Και πάλι όμως, η χώρα έχει δεσμευτεί από τον περασμένο Ιούνιο να εκπληρώσει συγκεκριμένους στόχους όσον αφορά στο πρωτογενές πλεόνασμα. Μάλιστα, επειδή οι στόχοι αυτοί είναι συνδεδεμένοι με το ΑΕΠ, κάθε φορά που θα καταγράφεται ανάπτυξη, θα «ψηλώνει» και ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος

1. Για το 2017, ο πήχης είναι στα 3,171 δις. ευρώ και η ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει να τον ξεπεράσει. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 1,75% του ΑΕΠ.

2. Για το 2018, ο πήχης ανεβαίνει στα 6,571 δις. ευρώ ή στο 3,5% του ΑΕΠ. Αν υπάρξει κενό, θα επιβληθούν νέα μέτρα

3. Για το 2019, θέλουμε πλεόνασμα 6,834 δις. ευρώ για να φτάσουμε στο 3,5% του ΑΕΠ με την σημερινή κυβέρνηση να προβλέπει ότι θα «βγάλει» και ένα δις. ευρώ παραπάνω κόντρα στις προβλέψεις των ξένων αναλυτών και ειδικά του ΔΝΤ.

Για το 2020 ζητείται πρωτογενές πλεόνασμα 7,11 δις. ευρώ ενώ για το 2020 7,392 δις. ευρώ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ