Πώς ο Ντράγκι κράτησε ζωντανό το όνειρο του ...QE

Πώς ο Ντράγκι κράτησε ζωντανό το όνειρο του ...QE
Ακόμη… ελκυστικότερος γίνεται για την Ελλάδα ο στόχος ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μετά την προχθεσινή απόφαση Ντράγκι να παρατείνει «ζωντανό» το πρόγραμμα μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017 και ταυτόχρονα να αφήσει ανοικτό το παράθυρο για επιπλέον επέκταση μέχρι και το τέλος του 2018.

Μια τέτοια χρονική επέκταση –έστω και…κουτσουρεμένη δεδομένου ότι το όριο των αγορών στις οποίες θα μπορεί να προχωρήσει η ΕΚΤ θα περιοριστεί από τα 80 δισ. ευρώ που είναι σήμερα στα 60 δισ. ευρώ- θα επιτρέψει στην Ελλάδα να βγει στην διεθνή αγορά ομολόγων για να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα κονδύλια ακόμη και μετά την επίσημη λήξη του 3ου χρηματοδοτικού προγράμματος, τον Ιούλιο του 2018.

Βέβαια, για να φτάσει η ελληνική κυβέρνηση στο σημείο να… πανηγυρίσει την ένταξη στο QE, έχει να διανύσει ακόμη μακρύ δρόμο. Το εισιτήριο, εξασφαλίζεται όχι μόνο με την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης αλλά και με τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων ώστε το ελληνικό χρέος να χαρακτηριστεί ως «βιώσιμο». Με δεδομένες τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις που έχουν λάβει οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αλλά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα έχει βρεθεί η «χρυσή τομή» μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2017.

ΣΤΟΧΟΣ. Μετά την κατηγορηματική άρνηση των ευρωπαϊκών θεσμών να δεχτούν μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος κάτω από το 3,5% για την περίοδο μετά το 2018 –πόσο μάλλον να ζητήσουν τη διατήρησή του ακόμη και μέχρι το 2029- η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα της ΕΚΤ παραμένει βασικός στόχος για την κυβέρνηση μαζί φυσικά με το αποκρούσει το ενδεχόμενο λήψης νέων δημοσιονομικών μέτρων ύψους 4,5 δισ. ευρώ για το 2018 και μετά. Μπορεί το «QΕ» να μην είναι ιδιαίτερα «δημοφιλές» στις τάξεις των ψηφοφόρων, ωστόσο είναι ένα από τα βασικά κλειδιά για την αποφυγή του 4ου μνημονίου ενώ μπορεί να συμβάλλει στην επίλυση ενός βασικού προβλήματος που μαστίζει την ελληνική αγορά: την έλλειψη ρευστότητας.

Αρμόδια κυβερνητική πηγή, υποστήριζε τις προηγούμενες ημέρες ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα συμβάλλει στην ταχεία αποκλιμάκωση των spreads των ελληνικών ομολόγων. Το όφελος για την Ελλάδα δεν είναι τόσο ποσοτικό. Η Ελλάδα, στην καλύτερη περίπτωση θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μετά το 1ο τρίμηνο του 2017, οπότε τότε θα έχει ενεργοποιηθεί το «ψαλίδισμα» του ορίου από τα 80 στα 60 δισ. ευρώ. Δεδομένου μάλιστα ότι η συμμετοχή της Ελλάδας (δηλαδή το όριο αγοράς ελληνικών ομολόγων) υπολογίζεται βάσει της συμμετοχής της Ελλάδας, στην ΕΚΤ, τα πλαφόν είναι αρκετά περιορισμένα στα επίπεδα των… ολίγων δισ. ευρώ. Από την άλλη, εντός του προγράμματος, οι πιθανότητες για την αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας είναι πολλαπλάσιες.

Γεγονός ότι είναι και μόνο στην προοπτική ότι θα υπάρξει λύση για το ελληνικό χρέος, τα spreads υποχώρησαν ακόμη και στο 6,5% πριν τη συνεδρίαση του Eurogroup ενώ την προηγούμενη εβδομάδα –μετά την ανακοίνωση του πακέτου με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα- διατηρήθηκαν στα επίπεδα του 6,7-6,8%. Είναι προφανές ότι αποδόσεις τέτοιου ύψους, δεν επιτρέπουν την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές. Ωστόσο, εκτιμάται ότι με το που θα αρχίσουν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση του QE, οι αποδόσεις θα υποχωρήσουν πολύ χαμηλότερα επιτρέποντας στην Ελλάδα να προχωρήσει στις πρώτες αναγνωριστικές εκδόσεις ομολόγων πιθανότατα 3ετούς διάρκειας.

Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, δεν αφορά μόνο στο δημόσιο χρέος αλλά και στη δυνατότητα των επιχειρήσεων να αντλήσουν ρευστότητα μέσα από την έκδοση ομολόγων. Με την «ομπρέλα» της ΕΚΤ περιορίζεται δραστικά το «ρίσκο χώρας» (country risk) που είναι αυτή τη στιγμή ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους διατηρείται στα ύψη τον κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ. Το γεγονός ότι ο Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε την παράταση του προγράμματος του QE μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017 ανοίγοντας παράθυρο και για περαιτέρω χρονική παράταση, δημιουργεί την αναγκαία συνθήκη για να παραμείνει ζωντανή η ελπίδα ένταξης της Ελλάδας. Και αυτό γιατί οι δύο άλλες προϋποθέσεις, δεν φαίνεται πλέον πιθανό να εκπληρωθούν στις αρχές του 2017. Ποιες είναι οι δύο προϋποθέσεις;

1. Να ολοκληρωθεί η β’ αξιολόγηση. Αυτό όμως προϋποθέτει να λυθεί ο γρίφος με τα πρωτογενή πλεονάσματα όχι μόνο του 2018 αλλά και του 2019 και του 2020. Δεδομένου ότι το ΔΝΤ θέλει πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,5%, οι Ευρωπαίοι στο 3,5% και οι Έλληνες δεν θέλουν να νομοθετήσουν επιπλέον μέτρα (πέραν ίσως ενός μέτρου: της παράτασης του δημοσιονομικού κόφτη) αυτή τη στιγμή δεν διαφαίνεται πώς θα μπορούσε να προκύψει ο συμβιβασμός χωρίς σοβαρή υποχώρηση από μια πλευρά.

2. Να χαρακτηριστεί ως βιώσιμο το ελληνικό χρέος. Το πακέτο με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που αποφασίστηκε τη Δευτέρα, δεν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του χρέους, πόσο μάλλον όταν βραχυπρόθεσμα προκαλεί επιβαρύνσεις στον κρατικό προϋπολογισμό της Ελλάδας. Για να γίνει βιώσιμο, απαιτούνται και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα. Για να προχωρήσει όμως και αυτή η συζήτηση, θα πρέπει να υποχωρήσουν οι Ευρωπαίοι. Ο επικεφαλής του Eurogroup ήταν σαφής την Δευτέρα λέγοντας ότι δεν θα υπάρξει άλλη συζήτηση για το ελληνικό χρέος πριν από τη λήξη του ελληνικού προγράμματος δηλαδή πριν από τον Ιούλιο του 2018.

ΠΗΓΗ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΑ ΠΕΡΙΠΤΕΡΑ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ