ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ για ανάκαμψη

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ για ανάκαμψη

Σύμφωνα με τα ευρήματα σχετικής έρευνας η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ. 

Επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ όπως τονίζεται σε έρευνα από το Ινστιστούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ θα βοηθήσει ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης για ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων και να μειωθεί η ανασφάλεια και η επισφάλεια που διακρίνει σήμερα την αγορά εργασίας αλλά και να ενισχυθεί η οικονομική και η κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη.

Η ΕΡΕΥΝΑ

Η κρίση αυτή έπληξε ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι νέοι, οι γυναίκες, οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλά ειδικευμένοι εργαζόμενοι. Στο πλαίσιο αυτό, ο κατώτατος μισθός θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένα ιδιαίτερα πολύτιμο εργαλείο αντιμετώπισης των συνθηκών αυτών και, παράλληλα, ως ένα μέσο ενίσχυσης της εγχώριας ζήτησης και της οικονομικής δραστηριότητας.

Σύμφωνα με το Ινστιστούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, και ενώ οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν οριζόντιες σε όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ, η Ελλάδα ήταν μία από τις τέσσερις χώρες (μαζί με την Ισπανία, την Εσθονία και την Ουγγαρία) όπου δεν υπήρξε καμία ονομαστική μεταβολή του κατώτατου μισθού στη διάρκεια του 2020, σε αντίθεση με 17 χώρες-μέλη που αύξησαν τον κατώτατο μισθό.

Υπενθυμίζεται πως από τον Φεβρουάριο του 2019 ο κατώτατος μισθός έχει οριστεί στα 650 ευρώ καθώς καταργήθηκε ο υποκατώτατος και το κατώτατο ημερομίσθιο στα 29,04 ευρώ.

Όπως τονίζει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, για να είναι επαρκές το επίπεδο του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αντιστοιχεί στο ύψος του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης, καθώς επίσης και βάσει προτεινόμενης οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κριτήριο αξιολόγησης της επάρκειας του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αποτελεί η πραγματική αγοραστική δύναμή του.

Σύμφωνα με τα ευρήματα σχετικής έρευνας η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ.


Επιπλέον, η χώρα μας είναι το μόνο κράτος-μέλος το οποίο υπέστη απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (-9,45%), όταν στα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση.

Κατά συνέπεια, παρατηρείται απόκλιση του κατώτατου μισθού της Ελλάδας από τον μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης και επιδείνωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμής του στην ΕΕ.

Παράλληλα, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων θεωρούν αδικαιολόγητη κάθε νέα καθυστέρηση άμεσης θετικής μεταβολής του ύψους του κατώτατου μισθού μέσα στο 2021, παρουσιάζοντας τα σημαντικά οφέλη μιας άμεσης αύξησής του για την οικονομία και την κοινωνία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η επέλαση της πανδημίας έχει οδηγήσει στην αναβολή για τέταρτη φορά της διαδικασίας για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.

Η πρόταση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την προσαρμογή του κατώτατου μισθού το 2021, είναι να ανέλθει στα 751 ευρώ και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ.

Εξάλλου, χαρακτηρίζεται ως εξαιρετικής σημασίας ένα ακόμη βασικό στοιχείο της προτεινόμενης οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το οποίο αφορά τις διατάξεις που αποσκοπούν στην ενίσχυση των εθνικών συστημάτων συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Κρίνεται δε απαραίτητο ότι όλα τα κράτη-μέλη με επίπεδο συλλογικής κάλυψης κάτω του 70% του εργατικού δυναμικού είναι υποχρεωμένα να ξεκινήσουν εθνικό διάλογο με στόχο την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων εργασίας.

Εξάλλου, η αύξηση του κατώτατου μισθού εκτιμάται ότι θα έχει θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα αφού θα ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση. Συγκεκριμένα, το 2021 και το 2022 το ονομαστικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 0,09% και 2,43% αντίστοιχα σε σχέση με το βασικό σενάριο, το οποίο υποθέτει ότι ο κατώτατος μισθός μένει αμετάβλητος. Το 2021 το πραγματικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι κατά 0,86% υψηλότερο από το βασικό σενάριο, ενώ το 2022 η αντίστοιχη διαφορά εκτιμάται ότι θα είναι της τάξης του 1,06%.

Τέλος, η αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται να συμβάλει θετικά στη συνοχή της αγοράς εργασίας και της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στην επίτευξη βασικών στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ. Δεδομένου του μεγάλου ποσοστού απασχολουμένων που εκτιμάται ότι θα επηρεάσει η μεταβολή του κατώτατου μισθού, εξίσου σημαντική συνεισφορά θα έχει στη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας, η οποία θα μειωθεί κατά περίπου 13 ποσοστιαίες μονάδες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ