Περαιτέρω συρρίκνωση του ελληνικού τομέα μεταποίησης τον Νοέμβριο

Περαιτέρω συρρίκνωση του ελληνικού τομέα μεταποίησης τον Νοέμβριο

Για δεύτερη φορά από το ξέσπασμα της πανδημίας, σύμφωνα με έρευνα της IHS Markit

Τα δεδομένα της τελευταίας έρευνας PMI® δείχνουν περαιτέρω επιδείνωση της υγείας του μεταποιητικού τομέα στην Ελλάδα, καθώς η οικονομία του τομέα παραγωγής αγαθών υπέδειξε την αρχή μιας δεύτερης περιόδου ύφεσης μετά το ξέσπασμα της πανδημίας της νόσου του κορωνοϊού 2019 (COVID-19).

Η επιδείνωση των λειτουργικών συνθηκών προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τη συρρίκνωση της ζήτησης και την πτώση της παραγωγής και των επιπέδων απασχόλησης. Καθώς οι νέες παραγγελίες μειώθηκαν εκ νέου, η παραγωγική ικανότητα δέχθηκε λιγότερες πιέσεις, οδηγώντας τις επιχειρήσεις σε μείωση του αριθμού των εργαζομένων τους με ισχυρό ρυθμό.


Στην πραγματικότητα, η συρρίκνωση της παραγωγής, των επιπέδων απασχόλησης και των προμηθειών ήταν η ταχύτερη από τον Μάιο και, σε γενικές γραμμές, σημαντική.

Εν τω μεταξύ, περαιτέρω διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού λόγω των ελλείψεων από την πλευρά των προμηθευτών ώθησαν τις τιμές εισροών σε υψηλότερο επίπεδο, ενώ η επιβάρυνση κόστους αυξήθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό από τον Αύγουστο του 2018.

Ο κύριος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index® – PMI® ) είναι ένας σύνθετος δείκτης της απόδοσης της μεταποιητικής οικονομίας. Προέρχεται από δείκτες σχετικά με τις νέες παραγγελίες, την παραγωγή, την απασχόληση, τον χρόνο παράδοσης προμηθειών και τα αποθέματα προμηθειών.

Οποιαδήποτε τιμή πάνω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50.0 μονάδων υποδεικνύει συνολική βελτίωση των συνθηκών του τομέα. Ο κύριος δείκτης PMI κατέγραψε 42.3 μονάδες τον Νοέμβριο, τιμή αισθητά χαμηλότερη από τις 48.7 μονάδες του Οκτωβρίου.

Τα πιο πρόσφατα δεδομένα υπέδειξαν τη δριμύτερη επιδείνωση της συνολικής απόδοσης του μεταποιητικού τομέα από τον Μάιο, καθώς ο τομέας οδηγήθηκε σε περαιτέρω ύφεση για άλλη μια φορά.

Ο ρυθμός συρρίκνωσης ήταν από τους ταχύτερους που έχουν καταγραφεί από την έναρξη συλλογής των δεδομένων, τον Μάιο του 1999. Η συνολική υποχώρηση του τομέα οφείλεται στη σημαντική μείωση των νέων εισερχόμενων παραγγελιών.

Οι νέες εργασίες υποχώρησαν με τον εντονότερο ρυθμό από τον Απρίλιο που καταγράφηκε το χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών, καθώς οι περιορισμοί λόγω COVID-19 και η εξασθενημένη ζήτηση από την πλευρά των πελατών επηρέασαν αρνητικά τις πωλήσεις. Αξιοσημείωτη συρρίκνωση παρατηρήθηκε επίσης στις νέες παραγγελίες εξαγωγών, οι οποίες μειώθηκαν αισθητά τον Νοέμβριο.

Οι Έλληνες κατασκευαστές υπογράμμισαν την υποτονική ζήτηση σε βασικούς προορισμούς εξαγωγών μετά τα νέα μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας σε εθνικό επίπεδο. Η παραγωγή υποχώρησε με σημαντικό ρυθμό αντανακλώντας τη μείωση των νέων παραγγελιών.

Παρότι οι περαιτέρω περιορισμοί μείωσαν τη διαθέσιμη παραγωγική ικανότητα, δεν ασκήθηκε μεγαλύτερη πίεση λόγω της αισθητής υποχώρησης της ζήτησης των πελατών. Ως εκ τούτου, οι αδιεκπεραίωτες εργασίες μειώθηκαν και πάλι και μάλιστα με σημαντικό ρυθμό.


Κατ’ αντιστοιχία με τις λιγότερες απαιτήσεις παραγωγικού δυναμικού και τη μειωμένη ζήτηση των πελατών, οι επιχειρήσεις μείωσαν τον αριθμό των εργαζομένων τους τον Νοέμβριο. Ο ρυθμός περικοπής των θέσεων εργασίας ήταν ισχυρός και ο ταχύτερος από τον Μάιο.

Παράλληλα, οι παραγωγοί αγαθών κατέγραψαν ταχύτερη και δριμεία αύξηση της επιβάρυνσης κόστους στα μέσα του τέταρτου τριμήνου. Οι αναφορές για ελλείψεις προμηθειών, το μεγαλύτερο κόστος μεταφοράς λόγω των αυξημένων περιορισμών και οι υψηλότερες τιμές των πρώτων υλών είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών εισροών.

Η αύξηση του κόστους ήταν η ταχύτερη που έχει καταγραφεί από τον Αύγουστο του 2018. Παρόλα αυτά, οι επιχειρήσεις μείωσαν τις χρεώσεις εκροών με οριακό ρυθμό, σε μια προσπάθεια να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Οι καθυστερήσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού ήταν επίσης ορατές στην επιμήκυνση του χρόνου παράδοσης προμηθειών.

Οι επιχειρήσεις περιόρισαν τις αγορές προμηθειών τους εξαιτίας των χαμηλότερων απαιτήσεων παραγωγής. Τα αποθέματα προμηθειών και ετοίμων προϊόντων μειώθηκαν, δεδομένου ότι τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων χρησιμοποιήθηκαν για τη διεκπεραίωση τυχόν νέων παραγγελιών.

Τέλος, οι Έλληνες παραγωγοί αγαθών εξέφρασαν μια πιο αισιόδοξη προοπτική όσον αφορά την παραγωγή για το επόμενο έτος, τρέφοντας ελπίδες για επιστροφή στα επίπεδα παραγωγής πριν από την πανδημία έως τον Νοέμβριο του 2021.

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας, η Siân Jones, οικονομολόγος στην IHS Markit, είπε:

"Τα στοιχεία του Νοεμβρίου συνέθεσαν για άλλη μια φορά μια ζοφερή εικόνα του ελληνικού τομέα μεταποίησης, ο οποίος οδηγήθηκε σε περαιτέρω συρρίκνωση για δεύτερη φορά από το ξέσπασμα της πανδημίας. Η απότομη υποχώρηση της ζήτησης των πελατών και οι πρόσθετοι περιορισμοί ανέκοψαν την ορμή των καταναλωτικών δαπανών και μείωσαν την παραγωγική ικανότητα.

Στην ουσία, ο ρυθμός μείωσης της ζήτησης από τους πελάτες του εσωτερικού και του εξωτερικού ήταν ο δριμύτερος από το χαμηλότερο σημείο όλων των εποχών που καταγράφηκε τον Απρίλιο.

Οι μειωμένες πωλήσεις οδήγησαν σε περαιτέρω περικοπές των θέσεων εργασίας, καθώς η πίεση που ασκήθηκε στο παραγωγικό δυναμικό από τους περιορισμούς λόγω COVID-19 αντισταθμίστηκε από την εξασθένηση της ζήτησης. Παρόλα αυτά, οι επιχειρήσεις κατέγραψαν τη μεγαλύτερη αισιοδοξία από τον Φεβρουάριο, εκφράζοντας την ελπίδα ότι η παραγωγή θα αυξηθεί το επόμενο έτος.

Παράλληλα, ωστόσο, με τις ασθενείς προοπτικές για τον τουριστικό κλάδο και με βάση τις τρέχουσες προβλέψεις μας, η συνολική οικονομική παραγωγή δεν αναμένεται να φτάσει στα επίπεδα προ πανδημίας πριν από το 2023".

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ