ΤτΕ: Ισχυρότερες οι ελληνικές τράπεζες - Βελτιώθηκε η κεφαλαιακή επάρκεια το α' εξάμηνο

ΤτΕ: Ισχυρότερες οι ελληνικές τράπεζες - Βελτιώθηκε η κεφαλαιακή επάρκεια το α' εξάμηνο

Το διεθνές περιβάλλον η μεγαλύτερη πρόκληση

Από το εξωτερικό προέρχονται οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα στην Ελλάδα, εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος, σημειώνοντας ότι ο εγχώριος τραπεζικός τομέας διαθέτει ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη και είναι σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν να αντιμετωπίσει τυχόν αναταράξεις.

Ωστόσο, τυχόν επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα και, έμμεσα, τον εγχώριο τραπεζικό τομέα, τονίζεται.

Συνεπώς, η ΤτΕ τονίζει στην εξαμηνιαία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητάς της ότι απαιτείται προτεραιότητα στην περαιτέρω θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και επιβάλλεται εγρήγορση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ THN ΕΚΘΕΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ

Ειδικότερα, όπως σημειώνει η έκθεση, το πρώτο εξάμηνο του 2025 οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,5 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 2,4 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν θετικά τα καθαρά έσοδα από προμήθειες και τα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις, τα οποία αυξήθηκαν σημαντικά, ενώ αρνητικά επέδρασαν η μικρή μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους, η αύξηση των λειτουργικών εξόδων και των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε οριακά σε 15,8% τον Ιούνιο του 2025 από 16% το Δεκέμβριο του 2024 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) ενισχύθηκε σε 20,4% από 19,8% το Δεκέμβριο του 2024, πολύ κοντά στο μέσο όρο των σημαντικών τραπεζών στην Τραπεζική Ένωση.

Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκε. Τον Ιούνιο του 2025 ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 3,6%, έναντι 3,8% το Δεκέμβριο του 2024. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ.

Κατόπιν τούτων, η ΤτΕ σημειώνει ότι η ευρωστία του ελληνικού τραπεζικού τομέα στηρίζεται σε υγιή θεμελιώδη μεγέθη. Η κερδοφορία και η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διατηρήθηκαν σε ικανοποιητικό επίπεδο, ενώ η ποιότητα χαρτοφυλακίου βελτιώθηκε περαιτέρω. Επιπρόσθετα, η ρευστότητά τους παραμένει υψηλή και, μετά τις διαδοχικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής τους διαβάθμισης, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται εντός της επενδυτικής κατηγορίας. Την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών επιβεβαιώνουν και τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2025 που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα. Σύμφωνα με αυτά, υπό το δυσμενές σενάριο οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν επίπεδα κεφαλαίου που υπερβαίνουν τις κανονιστικές απαιτήσεις με ασφαλές περιθώριο και διαμορφώνονται υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού τομέα και του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι θετικές, τονίζει η έκθεση της ΤτΕ, παρά την αβεβαιότητα στο διεθνές περιβάλλον. Ο εγχώριος τραπεζικός τομέας διαθέτει ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη και είναι σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν να αντιμετωπίσει τυχόν αναταράξεις. Αυτό αντανακλάται στις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις των τραπεζών με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, αλλά και στο ενδιαφέρον στρατηγικών επενδυτών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αύξηση της συμμετοχής της ιταλικής UniCredit στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha Bank σε περίπου 26%. Η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και η προώθηση της Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων θα εμβαθύνουν τη χρηματοπιστωτική ενοποίηση, βελτιώνοντας τον επιμερισμό των κινδύνων και κινητοποιώντας αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στο πλαίσιο της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης, αλλά και των αυξημένων αναγκών για αμυντικές δαπάνες.

Ωστόσο, τυχόν επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών ή/και απότομη προσαρμογή των αποτιμήσεων των περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσαν να έχουν δυσμενείς επιδράσεις τόσο στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε εγχώριο επίπεδο. Συνεπώς, οι ελληνικές τράπεζες οφείλουν να εφαρμόζουν συνετά πιστοδοτικά κριτήρια, να εντείνουν τις ενέργειές τους για εξυγίανση του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και να ακολουθούν λελογισμένη μερισματική πολιτική, με γνώμονα την ενίσχυση των κεφαλαιακών αποθεμάτων τους, σημειώνεται.

Στο πλαίσιο αυτό, οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ελλάδα παραμένουν κυρίως εξωγενείς.

Η επίτευξη της εμπορικής συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) τον Ιούλιο απέτρεψε μεν έναν εμπορικό πόλεμο, ωστόσο η αβεβαιότητα παραμένει αυξημένη και, σε συνδυασμό με την επιβολή δασμών στις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, αναμένεται να επιβραδύνει το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης στην ΕΕ, επηρεάζοντας έμμεσα και την ελληνική οικονομία. Επίσης, η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και η έκρυθμη κατάσταση στη Μέση Ανατολή, παρά την πρόσφατη επίτευξη εκεχειρίας, συντηρούν τις γεωπολιτικές εντάσεις και τους κινδύνους κυβερνοασφάλειας.

Ταυτόχρονα, ο κίνδυνος απότομης ανατιμολόγησης των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων διεθνώς παραμένει εξαιρετικά υψηλός. Η επέλευση των παραπάνω κινδύνων θα μπορούσε να επηρεάσει έμμεσα το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Ελλάδα μέσω μείωσης των επενδύσεων και της πιστωτικής επέκτασης, αύξησης του κόστους χρηματοδότησης και επιδείνωσης της ποιότητας του δανειακού και επενδυτικού χαρτοφυλακίου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ