Ό,τι πλήρωσες, πλήρωσες…

Ό,τι πλήρωσες, πλήρωσες…

Σε ένα πρόβλημα που έχει απασχολήσει κατά καιρούς ένα μεγάλο αριθμό φορολογουμένων (κατά συνέπεια και λογιστών), έρχεται να δώσει λύση η Εγκύκλιος 2204/24.12.2019 της Α.Α.Δ.Ε. Το πρόβλημα αφορούσε τους παρακρατηθέντες ή προκαταβληθέντες φόρους σε σχέση με την παραγραφή απαιτήσεων έναντι του Δημοσίου, ειδικά σε περίπτωση εκπρόθεσμης δήλωσης ή στην απόλυτα συναφή περίπτωση ελέγχου και έκδοσης πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου, που εκδίδεται με βάση στοιχεία που έχουν τυχόν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο σε φορολογική δήλωση ή κάθε άλλο στοιχείο που έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση (π.χ. βεβαιώσεις αποδοχών που οι υπόχρεοι εργοδότες, ασφαλιστικοί οργανισμοί κ.λπ. έχουν αποστείλει ηλεκτρονικά στη Φορολογική Διοίκηση).

Σύμφωνα λοιπόν με την Εγκύκλιο 2204/24.12.2019, σε κάθε πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων που εκδίδεται από τη Φορολογική Διοίκηση βάσει φορολογικής δήλωσης, καθώς και σε κάθε άμεσο προσδιορισμό φόρου που διενεργείται με βάση τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, κατά τον υπολογισμό του φόρου εκπίπτουν ο φόρος που παρακρατήθηκε, ο φόρος που προκαταβλήθηκε και ο φόρος που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή, με την προϋπόθεση πάντα ότι με βάση το φορολογικό νόμο ή/και τη σχετική Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (Σ.Α.Δ.Φ.), υπάρχει δικαίωμα συμψηφισμού του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή μα την φορολογική υποχρέωση στην ημεδαπή. Όλα τα προηγούμενα ισχύουν και στην περίπτωση έκδοσης πράξεων διοικητικού προσδιορισμού φόρου, όχι μόνο με βάση στοιχεία που έχουν τυχόν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο (φυσικό πρόσωπο ή νομική οντότητα) σε φορολογική δήλωση, αλλά και κάθε άλλο στοιχείο που έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση.

Με τον τρόπο αυτό δίνεται μια λύση στον ισχυρισμό κάποιων ελεγκτών, ότι υπάρχει παραγραφή του δικαιώματος συμψηφισμού προκαταβληθέντων και παρακρατηθέντων φόρων, καθώς και του φόρου αλλοδαπής, σε περίπτωση άμεσου ή έμμεσου προσδιορισμού του φόρου μετά την περίοδο παραγραφής απαίτησης έναντι του Δημοσίου. Θέμα λοιπόν τέτοιο δεν τίθεται μετά την παρούσα εγκύκλιο.

Αντίθετα, θέμα παραγραφής υπάρχει στην περίπτωση που οι προκαταβληθέντες ή παρακρατηθέντες φόροι υπερβαίνουν την φορολογική υποχρέωση του φορολογουμένου και υπάρχει δικαίωμα αξίωσης της επιστροφής του υπερβάλλοντος ποσού. Εμμέσως αλλά σαφώς, και στην παρούσα εγκύκλιο, το προς επιστροφή ποσό θεωρείται επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, απαίτηση η οποία υπόκειται σε παραγραφή με σαφή διάταξη νόμου.

Ειδικότερα, για την παραγραφή φορολογικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου που γεννήθηκαν ως τις 31.12.2013 εφαρμόζονται οι διατάξεις του παλιού ΚΦΕ (Ν.2238/1994) που ορίζουν ότι η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημερομηνία της εμπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης ή, αν υποβληθεί εκπρόθεσμα η δήλωση, μετά τρία (3) έτη από την ημερομηνία που η δήλωση αυτή όφειλε να είχε υποβληθεί. Επίσης, ως ειδικότερη διάταξη, η παράγραφος 2 του άρθρου 90 του Ν.2362/1995, η οποία ορίζει ότι η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντος σε αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία έτη από την καταβολή.

Ενώ για την παραγραφή αξιώσεων επιστροφής φόρου που έχει καταβληθεί αχρεώστητα μετά την 1.1.2014, εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του άρθρου 42 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν.4174/2013), η οποία ορίζει ότι η αξίωση για επιστροφή φόρου, ο οποίος καταβλήθηκε αχρεώστητα παραγράφεται κατά τον χρόνο που παραγράφεται το δικαίωμα της Φορολογικής Διοίκησης για έκδοση πράξης προσδιορισμού φόρου, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 36 του ίδιου νόμου. Δηλαδή, εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης ή στις περιπτώσεις που για κάποια φορολογία προβλέπεται η υποβολή περισσότερων δηλώσεων, εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής της τελευταίας δήλωσης. Η παραπάνω προθεσμία μπορεί να παραταθεί, σύμφωνα με την παρ. 2 που προαναφέραμε, λόγω μιας σειράς προϋποθέσεων, σημαντικότερη από τις οποίες είναι η εύρεση από τις φορολογικές αρχές στοιχείων από τα οποία προκύπτει φορολογική υποχρέωση και τα οποία δεν υπήρχε η δυνατότητα να ευρεθούν προηγουμένως.

Ως εδώ λοιπόν τα πράγματα είναι σαφή (όσο είναι αυτό δυνατόν με τον Ελληνικό φορολογικό νόμο): Οι προκαταβληθέντες και παρακρατηθέντες φόροι συμψηφίζονται οποτεδήποτε και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες ενώ επιστρέφονται μόνο εντός χρονικών ορίων (τώρα πλέον εντός των ορίων επιβολής διοικητικού προσδιορισμού φόρου).

Η μόνη γκρίζα ζώνη που θεωρούμε ότι μπορεί να υπάρχει αφορά τη διατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 42 του Κ.Φ.Δ. Σας την παραθέτω χωρίς σχόλια, χρησιμοποιήστε τη φαντασία σας: «3. Με έγγραφη δήλωση που περιλαμβάνεται στην αίτηση επιστροφής του φορολογουμένου, το επιστρεπτέο ποσό παρακρατείται με σκοπό το συμψηφισμό του με μελλοντικές οφειλές του φορολογουμένου». Αν και όλοι φανταζόμαστε την απάντηση της Διοίκησης, εμείς πρέπει να θυμίσουμε ότι οι εγκύκλιοι δεν είναι νόμοι και δεσμεύουν μόνο τη Διοίκηση και όχι τους φορολογουμένους, για τους οποίους αποτελούν οδηγίες.

Καλά λέμε τώρα κάτι…

*Ο κ. Χάρης Τσοχαντάρης είναι λογιστής-φοροτεχνικός, συγγραφέας και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας πληροφορικής PROSVASIS

Διαβάστε όλα τα άρθρα του Χάρη Τσοχαντάρη στο fpress.gr ΕΔΩ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ