Απενεργοποίηση ΑΦΜ: Το Υπουργείο Οικονομικών «ξαναγράφει» το πλαίσιο - Τι ισχύει και τι αλλάζει

Απενεργοποίηση ΑΦΜ: Το Υπουργείο Οικονομικών «ξαναγράφει» το πλαίσιο - Τι ισχύει και τι αλλάζει

Δεν τίθεται θέμα απόσυρσης του μέτρου

Τους όρους απενεργοποίησης του ΑΦΜ σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής και άλλων σοβαρών φορολογικών παραβάσεων «ξαναγράφει» η απόφαση του υπουργείου Οικονομικών, μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έκρινε αντισυνταγματικό το ισχύον πλαίσιο.

Με νομοθετική διάταξη που θα προωθηθεί τις επόμενες ημέρες στη Βουλή, θα διαμορφωθεί ένα νέο αυστηρό και σαφέστατο νομοθετικό πλαίσιο για την απενεργοποίηση ΑΦΜ σε περιπτώσεις λαθρεμπορίου, ψευδών δηλώσεων, παραποίηση στοιχείων και φοροδιαφυγής, ώστε να αποφεύγονται υπερβολές και διασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων των φορολογικών.

Παράλληλα εξετάζονται τροποποιήσεις στο καθεστώς παροχής χρηματικών εγγυήσεων για την επανενεργοποίηση του ΑΦΜ σε πρόσωπα που έχουν πτωχεύσει ή καταδικαστεί για σοβαρές παραβάσεις.

  • Σε κάθε περίπτωση – υπογραμμίζουν αρμόδιες πηγές – το βασικό όπλο του «παγώματος» του ΑΦΜ δεν πρόκειται να αποσυρθεί καθώς θεωρείται κρίσιμο για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της δράσης κατά των εικονικών προϊόντων.
  • Από τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) προκύπτει ότι 2019 – 2024 ανεστάλη η χρήση ΑΦΜ σε 796 περιπτώσεις, οι περισσότερες από αυτές αφορούσαν σε «εξαφανισμένους εμπόρους» με εμπλοκή σε ενδοκοινοτικές απάτες ΦΠΑ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση του ΣτΕ (2024) έκρινε αντισυνταγματικές τις εξουσίες που παρέχονται στη Διοικητή της ΑΑΔΕ από τον νόμο 4174/2013, τονίζοντας ότι η αναστολή ή απενεργοποίηση ΑΦΜ συνιστά «βαθιά άσκηση στην οικονομική ζωή» των φυσικών ή νομικών προσώπων και ισοδυναμεί με απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας.

Τι ισχύει και τι αλλάζει

Επί της αρχής, η απόφαση του ΣτΕ δημιουργεί την ανάγκη για άμεση νομοθετική παρέμβαση εκ μέρους του υπουργείου Οικονομικών. Το νέο πλαίσιο θα πρέπει, μεταξύ άλλων:

– να καθορίζει με σαφήνεια τις προϋποθέσεις επιβολής κυρώσεων σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής

– να αποσαφηνίζει την βαρύτητα κάθε παράβασης

– να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας

– να προβλέπει εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των φορολογουμένων

– να θέτει σαφή όρια στις αρμοδιότητες της φορολογικής διοίκησης

Εκ των πραγμάτων πάντως, και εν αναμονή των επόμενων κινήσεων από το υπουργείο Οικονομικών, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έθεσε από χθες ένα σημαντικό φρένο στις εξουσίες της φορολογικής διοίκησης. Πλέον οι επιχειρήσεις αποκτούν ένα νομικό έρεισμα έναντι του μέτρου της απενεργοποίησης ΑΦΜ, στο πλαίσιο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.

Ήδη από πέρυσι όμως, είχε υπάρξει αυστηρότερη διαδικασία για το πάγωμα των ΑΦΜ προσώπων που υποπίπτουν σε σοβαρές φορολογικές παραβάσεις, αλλά και «αλμυρή τιμή» για την εξαγορά της ποινής της αναστολής της δραστηριότητας.

Ο νέος Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας προβλέπει ότι η ΑΑΔΕ μπορεί να αναστέλλει τη χρήση Α.Φ.Μ. ή να προβαίνει σε απενεργοποίησή του στις ακόλουθες περιπτώσεις:

– αν ο φορολογούμενος έχει πτωχεύσει

– αν ο φορολογούμενος έχει περιέλθει σε κατάσταση αφερεγγυότητας

– αν υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα

– αν υφίστανται στοιχεία, τα οποία υποδηλώνουν ότι ο φορολογούμενος διαπράττει φοροδιαφυγή ή λαθρεμπορία ή νοθεία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης

– αν ο φορολογούμενος παραβιάζει ή παραποιεί ή επεμβαίνει κατά οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία των φορολογικών ηλεκτρονικών μηχανισμών

– αν έχει δηλώσει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία για την απόκτηση του ΑΦΜ.

– αν διαπιστωθεί πως έχει γραφτεί στο φορολογικό μητρώο περισσότερες φορές.

Σε κάθε περίπτωση, με τα ισχύοντα σήμερα, ο φορολογούμενος έχει το δικαίωμα να αποδείξει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την αναστολή του ΑΦΜ του, που διαρκεί ανάλογα με την περίπτωση από τρία (3) έτη μετά την κήρυξη του φορολογούμενου σε πτώχευση ή σε άλλη κατάσταση αφερεγγυότητας μέχρι και 5 χρόνια για τις λοιπές παραβάσεις.

Αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα λαθρεμπορίας, η αναστολή διαρκεί μέχρι την παραπομπή στο ακροατήριο και, αν ο φορολογούμενος καταδικασθεί, η αναστολή διαρκεί όσο και η έκτιση της ποινής του.

Ωστόσο, με το νέο καθεστώς, «ακρίβυναν» και τα ΑΦΜ καθώς προβλέπεται ακριβότερη διαδικασία για επανενεργοποίηση του ΑΦΜ, όταν αυτό έχει παγώσει, με την Εφορία να απαιτεί την καταβολή εγγύησης μέχρι και 1.000.000 ευρώ.

Ειδικότερα, το ύψος της χρηματικής εγγύησης που θα καταβάλει ο φορολογούμενος, προκειμένου να ασκήσει ξανά οικονομική δραστηριότητα:

– δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και μεγαλύτερο των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, αν έχει καταδικαστεί για φοροδιαφυγή ή λαθρεμπόριο.

– δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, για όσους έχουν τελέσει λαθρεμπορία.

Επίσης, η χρονική διάρκεια της εγγύησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δύο (2) ετών και μεγαλύτερη των έξι (6) ετών.

Από ποιους απαιτείται εγγύηση

Σύμφωνα με το ν.5104/2024 η Φορολογική Διοίκηση απαιτεί εγγύηση από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οντότητα πρόκειται να ασκήσει δραστηριότητα επιχειρηματικού περιεχομένου, ιδίως από:

φυσικό πρόσωπο που έχει πτωχεύσει ή έχει καταστεί αφερέγγυο, μετά την πάροδο της αναστολής χρήσης του Α.Φ.Μ. του, εφόσον κατά τον χρόνο που υποβάλλει δήλωση έναρξης έχει συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή από φόρο εισοδήματος, Φ.Π.Α., παρακρατούμενους φόρους από μισθωτή εργασία ή πρόστιμα, τουλάχιστον 100.000 ευρώ

– από πρόσωπα τα οποία μετά έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα αναστολής χρήσης του Α.Φ.Μ. τους

– φυσικό πρόσωπο που υπήρξε διευθυντής, εκτελεστικός πρόεδρος, διαχειριστής, εκτελεστικό μέλος διοικητικού συμβουλίου, διευθύνων σύμβουλος ή πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση νομικού προσώπου ή οντότητας ή συνδεδεμένο πρόσωπο με άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή μέτοχος ή εταίρος με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον 33% νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, των οποίων ο Α.Φ.Μ. έχει ανασταλεί ή απενεργοποιηθεί

– οντότητες που έχουν, κατά τον χρόνο που υποβάλλουν δήλωση έναρξης, συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή από φόρο εισοδήματος, Φ.Π.Α., παρακρατούμενους φόρους από μισθωτή εργασία ή πρόστιμα, τουλάχιστον 300.000 ευρώ

– νομικά πρόσωπα, τα οποία συστήνουν ή στα οποία συμμετέχουν με ποσοστό τουλάχιστον 33% ή τα οποία διοικούνται από φυσικά πρόσωπα που έχουν, κατά τον χρόνο που υποβάλλουν δήλωση έναρξης, συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή από φόρο εισοδήματος, Φ.Π.Α., παρακρατούμενους φόρους από μισθωτή εργασία ή πρόστιμα, τουλάχιστον 300.000 ευρώ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ