S&P Global: Στις 49,2 μονάδες έκλεισε τον Ιανουάριο ο PMI για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα

S&P Global: Στις 49,2 μονάδες έκλεισε τον Ιανουάριο ο PMI για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα

Τα επίπεδα παραγωγής στα εργοστάσια των Ελλήνων κατασκευαστών παρέμειναν σε γενικές γραμμές αμετάβλητα

Στις 49,2 μονάδες έκλεισε τον Ιανουάριο ο εποχικά προσαρμοσμένος δείκτης υπευθύνων προμηθειών της S&P Global για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers' Index - PMI), υψηλότερα από τις 47,2 μονάδες του Δεκεμβρίου. Τα τελευταία στοιχεία της έρευνας PMI από την S&P Global υπέδειξαν οριακή μόνο επιδείνωση των λειτουργικών συνθηκών σε όλο το εύρος του ελληνικού μεταποιητικού τομέα και τη βραδύτερη μείωση που έχει καταγραφεί από τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Τα επίπεδα παραγωγής στα εργοστάσια των Ελλήνων κατασκευαστών παρέμειναν σε γενικές γραμμές αμετάβλητα κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα του 2023. Η πορεία προς τη σταθεροποίηση της παραγωγής καταγράφηκε μετά από μία περίοδο επτά μηνών συνεχούς μείωσης. Ορισμένες εταιρείες ανέφεραν, στο πλαίσιο της έρευνας, ότι οι ασθενείς συνθήκες ζήτησης και οι μειωμένες δαπάνες από την πλευρά των πελατών εξακολούθησαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην παραγωγή. Ωστόσο, άλλες εταιρείες ανέφεραν ορισμένες θετικές εξελίξεις ως προς τη ζήτηση των πελατών.

Παρ' όλα αυτά, οι εισροές νέων παραγγελιών μειώθηκαν περαιτέρω τον Ιανουάριο. Οι νέες πωλήσεις μειώθηκαν για όγδοο συνεχή μήνα, λόγω των πιέσεων που ασκήθηκαν στην αγοραστική δύναμη των πελατών μετά τις αυξήσεις των τιμών. Ωστόσο, ο ρυθμός συρρίκνωσης υποχώρησε αισθητά, και ήταν σε γενικές γραμμές οριακός. Αντίστοιχα, η μείωση των νέων παραγγελιών εξαγωγών επιβραδύνθηκε επίσης σημαντικά.

Σε ό,τι αφορά τις τιμές, η επιβάρυνση κόστους που αντιμετώπισαν οι Έλληνες παραγωγοί αγαθών αυξήθηκε με ασθενέστερο ρυθμό τον Ιανουάριο. Ο ρυθμός αύξησης του κόστους ήταν ο βραδύτερος που έχει καταγραφεί από τον Οκτώβριο του 2020. Παρότι οι εταιρείες εξακολούθησαν να επισημαίνουν τις αυξήσεις των τιμών πρώτων υλών και ενέργειας, ορισμένες ανέφεραν ότι η υποτονική ζήτηση για εισροές είχε αρνητικό αντίκτυπο στις αυξήσεις των τιμών των προμηθευτών.

Ωστόσο, ο ρυθμός αύξησης των χρεώσεων ήταν αντίστοιχος με εκείνον που παρατηρήθηκε τον Δεκέμβριο και ήταν σε γενικές γραμμές έντονος. Οι υψηλότερες τιμές πώλησης αποδόθηκαν στη μετακύλιση του υψηλότερου κόστους στους πελάτες. Παρότι ταχύτερος από την τάση που έχει επικρατήσει στην ιστορία της έρευνας, ο ρυθμός αύξησης ήταν ο δεύτερος βραδύτερος που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2021.

Εξαιτίας των μειωμένων εισροών νέων παραγγελιών, οι Έλληνες κατασκευαστές κατέγραψαν την ταχύτερη μείωση του όγκου ανεκτέλεστων εργασιών που έχει καταγραφεί από τον Νοέμβριο του 2020. Ανταποκρινόμενες στις μειωμένες απαιτήσεις παραγωγής, οι εταιρείες μείωσαν τα επίπεδα απασχόλησης. Ωστόσο, ο ρυθμός μείωσης των θέσεων εργασίας ήταν μόλις οριακός.

Δίνοντας τέλος στην οκτάμηνη περίοδο συνεχούς συρρίκνωσης, οι εταιρείες του ελληνικού μεταποιητικού τομέα κατέγραψαν, σε γενικές γραμμές, αμετάβλητους όγκους αγορών εισροών τον Ιανουάριο. Ορισμένες εταιρείες αναφέρθηκαν, στο πλαίσιο της έρευνας, στις προσπάθειες αναπλήρωσης των αποθεμάτων προμηθειών, τα οποία υποχώρησαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον περασμένο Ιούλιο. Εν τω μεταξύ, τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων υποχώρησαν με σταθερό ρυθμό. Τέλος, οι προσδοκίες σχετικά με την παραγωγή των Ελλήνων παραγωγών αγαθών παρέμειναν αισιόδοξες στο ξεκίνημα του έτους. Σύμφωνα με αναφορές, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη προήλθε από τις ελπίδες για ισχυρότερη ζήτηση από την πλευρά των πελατών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ