Όλα όσα πρέπει να γνωρίζουν οι ψηφοφόροι για τις εκλογές 2015
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην εγκύκλιο του ΥΠΕΣ σχετικά με τα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά την ημέρα της ψηφοφορίας για τις βουλευτικές εκλογές 2015 . Επισημαίνεται ότι αρμόδιος για την οργάνωση και τη διενέργεια των εκλογών σε κάθε εκλογική περιφέρεια (νομό) είναι ο αντιπεριφερειάρχης της περιφερειακής ενότητας της έδρας του, ενώ αρμόδιος για όλους τους δήμους του Νομού Αττικής είναι ο Περιφερειάρχης Αττικής (άρθρο 132 του π.δ. 26/2012).
Το περιεχόμενο της εγκυκλίου αυτής χωρίζεται σε τρία μέρη:
Στο πρώτο μέρος περιέχονται πληροφορίες για την ημερομηνία των εκλογών, τον αριθμό των βουλευτών που εκλέγονται σε κάθε περιφέρεια, την κτήση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, την υποβολή των υποψηφιοτήτων, την ανακήρυξη των υποψηφίων βουλευτών και τον τρόπο εκλογής τους.
Στο δεύτερο μέρος περιγράφονται οι αρμοδιότητες και οι ενέργειες των κρατικών υπηρεσιών και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αμέσως μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου έως την προηγούμενη ημέρα της ψηφοφορίας.
Το τρίτο μέρος αναφέρεται στα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά την ημέρα της ψηφοφορίας, ενώ αναλύεται και ο τρόπος ψηφοφορίας, εξαγωγής και ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων των εκλογών.
A. Δικαίωμα ψήφου
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4, 6 παρ.1, 10 και 15 του π.δ. 26/2012, δικαίωμα ψήφου στις γενικές βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, έχουν οι Έλληνες και Ελληνίδες που έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους των δήμων (μεταβολές που συντελέστηκαν έως και την 31.10.2014) και δεν έχουν στερηθεί το δικαίωμα του εκλέγειν. Στερούνται του δικαιώματος του εκλέγειν:
α) Όσοι βρίσκονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση
β) Όσοι στερήθηκαν το δικαίωμα αυτό, λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης, σε κάποιο από τα εγκλήματα που ορίζονται από τον ποινικό και στρατιωτικό ποινικό κώδικα, για όσο χρόνο διαρκεί αυτή η στέρηση ( άρθρο 5 του π.δ. 26/2012)
Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική (άρθρο 51 παρ.5 του Συντάγματος και άρθρο 6 παρ.2 του π.δ.26/2012).
B. Παρουσία υποψηφίων και αντιπροσώπων τους
Κάθε συνδυασμός κόμματος ή συνασπισμός κομμάτων ή ανεξαρτήτων, καθώς και κάθε μεμονωμένος υποψήφιος, έχει το δικαίωμα να διορίσει σε κάθε εκλογικό τμήμα έναν αντιπρόσωπό του και έναν αναπληρωτή του (άρθρο 40 παρ.1 του π.δ. 26/2012).
Οι αντιπρόσωποι και οι αναπληρωτές τους, διορίζονται με γραπτή δήλωση είτε του αρχηγού ή της διευθύνουσας επιτροπής του κόμματος, είτε του εξουσιοδοτημένου από αυτούς υποψηφίου του οικείου συνδυασμού, είτε του μεμονωμένου υποψηφίου. Η σχετική δήλωση κατατίθεται είτε απευθείας στον Πρόεδρο του αρμοδίου πρωτοδικείου, είτε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει το διορισμό στους Προέδρους των πρωτοδικών (άρθρο 40 παρ.3 και 4 του π.δ. 26/2012).
Οι αντιπρόσωποι, οφείλουν κατά την έναρξη της ψηφοφορίας να επιδείξουν την ανωτέρω δήλωση στον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή τον διευθύνοντα τις εργασίες της.
Σε περίπτωση που οι προτεινόμενοι αντιπρόσωποι των μεμονωμένων υποψηφίων είναι περισσότεροι από τρεις, η εφορευτική επιτροπή, πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, ορίζει ύστερα από κλήρωση τρεις μόνον από αυτούς, οι οποίοι δικαιούνται να παραμείνουν στο κατάστημα της ψηφοφορίας (άρθρο 40 παρ.2 του π.δ. 26/2012).
Εκτός από τους αντιπροσώπους, κάθε υποψήφιος μπορεί να διορίσει με συμβολαιογραφική πράξη έναν πληρεξούσιο, ο οποίος θα ενεργεί αντί γι' αυτόν τα σχετικά με την εκλογή, σύμφωνα με τις διατάξεις της εκλογικής νομοθεσίας. Δικαίωμα διορισμού ενός πληρεξουσίου σε κάθε εκλογική περιφέρεια, έχει επίσης κάθε πολιτικό κόμμα (άρθρο 40 παρ.5 του π.δ. 26/2012).
Οι υποψήφιοι ή οι αντιπρόσωποί τους ή, ελλείψει των τελευταίων, οι αναπληρωτές τους, έχουν δικαίωμα να παρευρίσκονται στην ψηφοφορία, να προβαίνουν σε παρατηρήσεις ή ενστάσεις σχετικά με την τάξη της ψηφοφορίας, να θέτουν τη σφραγίδα τους στην κάλπη, να παρευρίσκονται στη διαλογή των ψήφων και να ασκούν κάθε άλλο δικαίωμα που τους παρέχεται από το νόμο (άρθρο 88 παρ.1 του π.δ. 26/2012).
Οι εκλογείς προσέρχονται στην αίθουσα ψηφοφορίας ένας-ένας ή σε μικρές ολιγάριθμες ομάδες ή όπως ειδικότερα ορίζει η εφορευτική επιτροπή, η οποία αναγνωρίζει την ταυτότητά τους και επαληθεύει την εγγραφή τους στον εκλογικό κατάλογο.
Η αναγνώριση των εκλογέων για την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος γίνεται με βάση την αστυνομική τους ταυτότητα ή τη σχετική προσωρινή βεβαίωση της αρμόδιας αρχής ή το διαβατήριό τους ή την άδεια οδήγησης ή το ατομικό βιβλιάριο υγείας όλων των ασφαλιστικών ταμείων.
Σημειώνεται ότι τυχόν «κομμένα» δελτία αστυνομικής ταυτότητας είναι αποδεκτά. Ειδικότερα για τα διαβατήρια, επισημαίνεται ότι αρκεί και ελληνικό διαβατήριο που έχει λήξει η ισχύς του. Το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και οι Στρατιωτικοί που υπηρετούν με οποιαδήποτε ιδιότητα στις Ένοπλες Δυνάμεις, ή στο Λιμενικό Σώμα, ψηφίζουν με βάση τους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους στην περιφέρεια, όπου υπηρετούν, προσέρχονται στο εκλογικό κατάστημα ατομικά και όχι συντεταγμένοι ή με οποιαδήποτε συνοδεία.
Η αναγνώριση των στρατιωτικών και όσων υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας γίνεται με βάση τις στρατιωτικές ή υπηρεσιακές τους ταυτότητες, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις. Οι εκλογείς αυτοί οφείλουν να προσκομίσουν στην εφορευτική επιτροπή, βεβαίωση της υπηρεσίας τους ή της μονάδας τους ότι δεν έχουν εγγραφεί στις καταστάσεις του άρθρου 27 του π.δ.26/2012, προκειμένου να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα στο δήμο που είναι εγγεγραμμένοι.
Μετά την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος και εφόσον ζητηθεί από τον εκλογέα, χορηγείται σε αυτόν έντυπη βεβαίωση άσκησης του εκλογικού δικαιώματος, που υπογράφεται και σφραγίζεται από τον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής (με τέτοιες έντυπες βεβαιώσεις θα είναι εφοδιασμένα όλα τα εκλογικά τμήματα (άρθρο 83 παρ.6 του π.δ. 26/2012).
Κατά την αναγνώριση των εκλογέων, είναι πιθανό να διαπιστωθούν για ορισμένους εκλογείς ασυμφωνίες, εξαιτίας λαθών ή άλλων αιτιών, μεταξύ των στοιχείων τους στον εκλογικό κατάλογο και αυτών της αστυνομικής ή υπηρεσιακής τους ταυτότητας.
Ειδικότερα:
α) Τα στοιχεία εγγραφής τους στους εκλογικούς καταλόγους να μη συμπίπτουν απόλυτα με τα στοιχεία της αστυνομικής ή υπηρεσιακής τους ταυτότητας. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει οι εκλογείς να προσκομίσουν βεβαίωση ταυτοπροσωπίας, που εκδίδεται από τον οικείο δήμαρχο ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει και να αποδεικνύεται η ταυτότητά τους. Ωστόσο, εναπόκειται στην κρίση της εφορευτικής επιτροπής να λάβει υπόψη της τα περαιτέρω στοιχεία που τυχόν αποδεικνύουν την ταυτότητα του εκλογέα, προκειμένου να του επιτρέψει να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα.
β) Γυναίκες εκλογείς που έχουν εγγραφεί στον εκλογικό κατάλογο με το επώνυμο του συζύγου τους, ενώ στο δελτίο της αστυνομικής τους ταυτότητας φέρονται με το πατρικό τους επώνυμο ή και αντίστροφα.
γ) Γυναίκες εκλογείς που είχαν εγγραφεί στον εκλογικό κατάλογο με το επώνυμο του συζύγου τους και αφού διαζεύχθηκαν, αντικατέστησαν το δελτίο της αστυνομικής τους ταυτότητας, αλλάζοντας το επώνυμο του συζύγου τους με το επώνυμο του γένους τους, χωρίς να έχει γίνει σχετική διόρθωση των στοιχείων τους στον εκλογικό κατάλογο.
Στις παραπάνω β' και γ' περιπτώσεις, είναι δυνατή η εξακρίβωση της πραγματικής ταυτότητας των εκλογέων με αντιπαραβολή των στοιχείων του εκλογικού καταλόγου και της αστυνομικής ταυτότητας, ώστε να μην απαιτείται προσκόμιση και άλλων αποδεικτικών εγγράφων.
Εφόσον όμως και με την αντιπαραβολή των στοιχείων δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ταυτότητάς τους, οι γυναίκες εκλογείς πρέπει να είναι εφοδιασμένες με ανάλογο αποδεικτικό έγγραφο (π.χ ληξιαρχική πράξη γάμου). Σε κάθε περίπτωση, η εφορευτική επιτροπή είναι αρμόδια να κρίνει, αν αποδεικνύεται η ταυτότητα των εκλογέων με οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή έγγραφο (π.χ. μνεία γένους στην αστυνομική ταυτότητα).
Γ. Διπλοεγγεγραμμένοι
Σε περίπτωση τυχόν διπλοεγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, υπάρχει δίπλα στα στοιχεία του διπλοεγγεγραμμένου εκλογέα η ένδειξη Δ (διπλοεγγεγραμμένος).
Κατά την ψηφοφορία, ο διπλοεγγεγραμμένος εκλογέας υπογράφει ενώπιον του αντιπροσώπου της δικαστικής αρχής έντυπη υπεύθυνη δήλωση, με την οποία δηλώνει ότι, έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 113 παρ.2 του π.δ. 26/2012, έλαβε γνώση ότι είναι διπλοεγγεγραμμένος και δεν ψήφισε, ούτε προτίθεται να ψηφίσει την ημέρα αυτή σε άλλο εκλογικό τμήμα της χώρας.
Με αυτές τις έντυπες υπεύθυνες δηλώσεις, εφοδιάζονται όλα τα εκλογικά τμήματα, μαζί με το λοιπό εκλογικό υλικό. Κατά την υπογραφή της ανωτέρω υπεύθυνης δήλωσης, πρέπει να δοθεί από τους δικαστικούς αντιπροσώπους ιδιαίτερη προσοχή στη συμπλήρωση των στοιχείων του διπλοεγγεγραμμένου εκλογέα και ιδιαίτερα στην ορθή αναγραφή του ειδικού εκλογικού αριθμού, όπως αυτός προκύπτει από τον εκλογικό κατάλογο.
Στην υπεύθυνη δήλωση, πρέπει επίσης να αναγράφονται τα στοιχεία του εκλογικού τμήματος. Περαιτέρω, οι δικαστικοί αντιπρόσωποι οφείλουν να τοποθετήσουν τις υπεύθυνες δηλώσεις των διπλοεγγεγραμμένων εκλογέων σε ιδιαίτερο φάκελο και να τις παραδώσουν στο οικείο πρωτοδικείο ξεχωριστά από τον εκλογικό σάκο. Ο φάκελος αυτός, θα φέρει εξωτερικά την ένδειξη: «Υπεύθυνες δηλώσεις διπλοεγγεγραμμένων εκλογέων εκλογικού τμήματος Δήμου Νομού ».
Οι Πρόεδροι Εφετών, προκειμένου περί μεικτών εκλογικών τμημάτων ετεροδημοτών, καθώς και οι Πρόεδροι Πρωτοδικών οφείλουν να συγκεντρώσουν τους ανωτέρω φακέλους με τις υπεύθυνες δηλώσεις των διπλοεγγεγραμμένων εκλογέων και να τους αποστείλουν, αμέσως μετά τις εκλογές, στη Διεύθυνση Εκλογών του Υπουργείου Εσωτερικών, προκειμένου να ακολουθήσει η παραβολή των στοιχείων.
Δ. Ετεροδημότες
Όπως είναι ήδη γνωστό, παρέχεται η δυνατότητα στους ετεροδημότες εκλογείς να ψηφίσουν στον τόπο διαμονής τους, εφόσον είχαν υποβάλει σχετική αίτηση έως την 31 Οκτωβρίου 2014 και περιελήφθησαν σε ειδικούς εκλογικούς καταλόγους.
Στην περίπτωση αυτή, πριν από το όνομα κάθε ετεροδημότη στους βασικούς εκλογικούς καταλόγους, υπάρχει η ένδειξη Ε. Στους εκλογείς αυτούς, απαγορεύεται να ψηφίσουν στο Δήμο, στους βασικούς εκλογικούς καταλόγους του οποίου είναι εγγεγραμμένοι.
Συνεπώς, οι αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής δεν πρέπει να επιτρέπουν σε εκλογείς, οι οποίοι φέρουν την ένδειξη Ε στο βασικό εκλογικό κατάλογο, να ψηφίσουν. Οι δικαστικοί αντιπρόσωποι, πρέπει επίσης να έχουν υπόψη τους ότι για τον υπολογισμό των πραγματικά εγγεγραμμένων κάθε κοινού εκλογικού τμήματος, αφαιρούνται οι ετεροδημότες και θεωρούνται εγγεγραμμένοι μόνον όσοι δεν φέρουν την ένδειξη Ε πριν από το όνομά τους.
Με αυτόν τον τρόπο, θα αποφευχθεί η πλασματική εμφάνιση στοιχείων, που αφορούν τόσο στο σύνολο του εκλογικού σώματος όσο και στο ποσοστό αποχής.