Εφυγε από την ζωή ο ιδρυτής του Μακεδονικού Χαλβά

Πρόκειται για τον Βορειοελλαδίτη βιομήχανο Νίκο Χαΐτογλου, στην κηδεία του οποίου σήμερα (στον ναό της Αγίας Σοφίας) στη Θεσσαλονίκη δεν αποκλείεται να παραστεί ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, λόγω των στενών φιλικών δεσμών που διατηρεί με την οικογένεια.
Ο Νίκος Χαΐτογλου γεννήθηκε το 1924 στη Θεσσαλονίκη από γονείς Μικρασιάτες, τελείωσε την Εμπορική Σχολή, μπήκε στην οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής χαλβά, πέρασε από την παραγωγή στην πώληση και στη διοίκηση και τελικά το 1955 ανέλαβε πρόεδρος της εταιρείας.
Σήμερα, στην εταιρεία Αφοί Χαΐτογλου ΑΒΕΕ τις θέσεις των δύο διευθυνόντων συμβούλων κατέχουν οι γιοι του, Κωνσταντίνος και Αλέξανδρος.
Η βιομηχανία τροφίμων ΑΦΟΙ ΧΑΪΤΟΓΛΟΥ ΑΒΕΕ ιδρύθηκε το 1924 στη Θεσσαλονίκη, από την ομώνυμη προσφυγική οικογένεια και αρχικά είχε την μορφή οικοτεχνίας στο κέντρο της πόλης.
Σήμερα, μετά από ογδόντα και πλέον χρόνια ζωής, διατηρεί ως έδρα της την περιοχή Καλοχωρίου Θεσσαλονίκης, καταλαμβάνει έκταση 170.000 τετραγωνικών μέτρων - εκ των οποίων 67.000 τετραγωνικά μέτρα είναι οι στεγασμένοι της χώροι - και παράγει παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα απόλυτα ενταγμένα στην Μεσογειακή διατροφή.
Στις δύο υπερσύγχρονες μονάδες, της επεξεργασίας του σησαμιού και της παραγωγής χαλβά, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας, για την επίτευξη σταθερής ποιότητας τελικού προϊόντος. Παράλληλα οι παραδοσιακοί μέθοδοι παραγωγής παραμένουν ενεργοί, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο για την διατήρηση του αυθεντικού χαρακτήρα των προϊόντων. Τέλος, τα πλήρως εξοπλισμένα εργαστήρια ποιοτικού ελέγχου παρέχουν την δυνατότητα συνεχούς ελέγχου, τόσο των πρώτων υλών, όσο και των τελικών προϊόντων.
Εκτός από τα προϊόντα σησαμιού, η εταιρεία δραστηριοποιείται παράγοντας μια μεγάλη γκάμα προϊόντων. Μαρμελάδες, πραλινάτες, λουκούμια, γκοφρέτες-πουράκια, συμπληρώνουν έναν μακρύ κατάλογο ειδών διατροφής για το ευρύ καταναλωτικό κοινό.
Η βιομηχανία απασχολεί περίπου 400 άτομα προσωπικό και μέσα από ένα άριστα οργανωμένο δίκτυο πωλήσεων που διαθέτει, προωθεί τα προϊόντα της ακόμα και στα πιο δυσπρόσιτα και απομακρυσμένα μέρα της Ελληνική Επικράτειας, κατέχοντας έτσι υψηλότατο μερίδιο στην Ελληνική αγορά.
Παράλληλα όμως ο Μακεδονικός Χαλβάς, όπως επίσης και τα υπόλοιπα προϊόντα παραγωγής εξάγονται σε όλο τον κόσμο (περίπου 50% της παραγωγής εξάγεται). Από την Αμερική και τον Καναδά, την Αυστραλία, τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Ρωσία και τις αγορές της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, έως τη Μέση Ανατολή και την Ασία τα προϊόντα αυτά αποτελούν μερικούς από τους καλύτερους πρεσβευτές της Ελλάδας.
Η απαγωγή του Αλέξανδρου Xαϊτογλου που συγκλόνισε το πανελλήνιο
Μια από τις υποθέσεις που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη ήταν η απαγωγή του επιχειρηματία Αλέξανδρου Χαΐτογλου (γιού του εκλιπόντος), ιδιοκτήτη της βιομηχανίας “Μακεδονικός Χαλβάς”, από τους αδελφούς Παλαιοκώστα.
Ο επιχειρηματίας απήχθη στις 15 Δεκεμβρίου 2005 από την περιοχή Γαλήνη Ωραιοκάστρου, την ώρα που πήγαινε να παραλάβει το παιδί του από το σχολείο. Τον σταμάτησαν οι δράστες, που ήταν οπλισμένοι, τον επιβίβασαν με τη βία σε ένα αυτοκίνητο και αρχικά τον περιέφεραν σε περιοχές της πόλης. “Έζησα σχεδόν τέσσερις ημέρες μέσα σε αμάξι μια και οι απαγωγείς μου απέφευγαν με έντεχνο τρόπο να μου δώσουν το δικαίωμα να εντοπίσω κάποιο σημείο που θα μπορούσε να αποβεί γιʼ αυτούς μοιραίο, εφόσον το αναγνώριζα”, είχε πει ο κ. Χαΐτογλου στην εφημερίδα “Θεσσαλονίκη”, στην πρώτη του συνέντευξη μετά την απελευθέρωσή του.
Η απαγωγή του Αλέξανδρου Χαΐτογλου ήταν σε γνώση της αστυνομίας, η οποία δεν κινήθηκε για τον εντοπισμό των δραστών όσο διαρκούσε η περιπέτεια, έπειτα από παράκληση της οικογένειάς του, η οποία κατέβαλε τελικά ως λύτρα 260.000.000 δραχμές για την απελευθέρωσή του. Οι απαγωγείς άφησαν τον επιχειρηματία στην Καρδίτσα, όταν ο αδελφός του άφησε τα λύτρα σε ερημική τοποθεσία της εθνικής οδού Λαμίας - Αράχοβας.
Στον Νίκο Παλαιοκώστα επεβλήθη, τον Οκτώβριο του 2007, ποινή κάθειρξης 25 ετών, αν και ο ίδιος αρνήθηκε την κατηγορία. Ο αδελφός του Βασίλης είχε καταδικαστεί για την ίδια υπόθεση σε κάθειρξη 25 ετών, στις 12 Ιουνίου 2000.