Alpha Bank: Οι δύο προϋποθέσεις για περαιτέρω μείωση της ανεργίας στην Ελλάδα

Alpha Bank: Οι δύο προϋποθέσεις για περαιτέρω μείωση της ανεργίας στην Ελλάδα

Θετικές οι προοπτικές

Συνεχίζουν να βελτιώνονται οι συνθήκες στην ελληνική αγορά εργασίας, με την ανεργία να έχει υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό, όπως σημειώνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.

Το εποχικά διορθωμένο ποσοστό της ανεργίας υποχώρησε τον Δεκέμβριο του 2023 στο 9,2%, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο, από τον Μάιο του 2009, ενώ ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 2,5% σε ετήσια βάση, φθάνοντας τα 4,26 εκατομμύρια το οποίο είναι το υψηλότερο επίπεδο από τα τέλη του 2010.

Όπως επισημαίνει η Alpha Bank, το μέσο ποσοστό της ανεργίας, κατά τη διάρκεια του 2023, υποχώρησε σε 10,6% έναντι 12,4% το 2022, που αποτελεί το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27).

Σημειώνεται ότι, μετά από μία μακρά περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα είχε το υψηλότερο ποσοστό της ανεργίας στην ΕΕ-27, από το 2021 και μετά, το εν λόγω ποσοστό έχει υποχωρήσει κάτω από το αντίστοιχο της Ισπανίας. H σωρευτική μείωση του ποσοστού της ανεργίας στην Ελλάδα το 2023, σε σύγκριση με το 2019, δηλαδή πριν από την πανδημία, ήταν η μεγαλύτερη στην ΕΕ-27 (7,3 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ στην πλειονότητα των κρατών-μελών οι διαφορές μεταξύ των δύο περιόδων είναι οριακές. (Γράφημα 1).

Οι προοπτικές για την περαιτέρω αποκλιμάκωση του ποσοστού της ανεργίας στην Ελλάδα, τα επόμενα χρόνια, είναι θετικές. Ωστόσο, αυτή η αποκλιμάκωση προϋποθέτει:

Πρώτον, τη διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας.

Η σταδιακή σύγκλιση του ποσοστού της ανεργίας με το φυσικό ποσοστό της (το ποσοστό της ανεργίας που αντιστοιχεί στην "κατάσταση πλήρους απασχόλησης", υπό την έννοια ότι η ύπαρξή της οφείλεται στη διαρθρωτική ανεργία και στην ανεργία τριβής και όχι στην κυκλική ανεργία) σχετίζεται με τη μείωση του παραγωγικού κενού (output gap) της χώρας, το οποίο ορίζεται ως το πραγματικό ΑΕΠ μείον το δυνητικό ΑΕΠ και εκφράζεται ως ποσοστό του δυνητικού ΑΕΠ. Το τελευταίο αντικατοπτρίζει τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, καθώς είναι το προϊόν που μπορεί να παράξει η οικονομία, κάνοντας χρήση στον μέγιστο βαθμό και με τον πιο αποδοτικό τρόπο των παραγωγικών συντελεστών κεφαλαίου και εργασίας. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το παραγωγικό κενό αναμένεται να περάσει σε θετικό έδαφος το 2023 (0,3% του δυνητικού ΑΕΠ) και να διευρυνθεί το 2024 (1%) και το 2025 (1,7%). Το θετικό παραγωγικό κενό διαμορφώνει συνθήκες υπερθέρμανσης της οικονομίας και στενότητας των παραγωγικών συντελεστών.

Η μεγέθυνση του δυνητικού ΑΕΠ μπορεί να προέλθει από την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων (κεφάλαιο) που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας αλλά και από την εισροή ανθρωπίνου κεφαλαίου (εργασία), μέσω της αναστροφής του φαινομένου του brain drain και της αύξησης του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα στις γυναίκες και στους νέους, των οποίων το ποσοστό υστερεί σημαντικά σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (βλ. Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της 14.07.2023).

Δεύτερον, τη μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το φυσικό ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε σε 9,4% στην Ελλάδα, το 2023, έναντι 6,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, το οποίο ήταν το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά από το αντίστοιχο της Ισπανίας (Γράφημα 1). Επιπρόσθετα, τη διετία 2024-25, αναμένεται να μειωθεί ελαφρώς στην Ελλάδα (9,3% και 9,1%, αντίστοιχα) και οριακά στην ΕΕ-27 (6,1%), επιτρέποντας μία ελαφρά σύγκλιση. (Γράφημα 2).

Παρόλα αυτά, η διαφορά μεταξύ των δύο ποσοστών στην Ελλάδα και την ΕΕ-27 αναμένεται να παραμείνει σημαντική (3 ποσοστιαίες μονάδες).

Ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτικούς παράγοντες της υψηλής διαρθρωτικής ανεργίας στην Ελλάδα είναι η αναντιστοιχία δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, όπως υποδηλώνει η μείωση του ποσοστού της ανεργίας και η ταυτόχρονη αύξηση των κενών θέσεων εργασίας.

Στο Γράφημα 3 παρουσιάζεται η καμπύλη Beveridge για την αγορά εργασίας στην Ελλάδα, από το πρώτο τρίμηνο του 2018 έως το τρίτο τρίμηνο του 2023.

Η καμπύλη αυτή αποτυπώνει την αρνητική συσχέτιση μεταξύ (α) του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας, το οποίο αποτελεί δείκτη ζήτησης εργασίας από τις επιχειρήσεις και (β) του ποσοστού της ανεργίας. Οι κινήσεις κατά μήκος της καμπύλης σχετίζονται με τις κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομίας. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των υφέσεων, υπάρχουν συνήθως λίγες κενές θέσεις και υψηλή ανεργία, ενώ, κατά τη διάρκεια της επεκτατικής φάσης του οικονομικού κύκλου, προσφέρονται περισσότερες θέσεις εργασίας, με συνέπεια τη μείωση της ανεργίας.

Στην Ελλάδα, από το 2018 και μετά καταγράφεται -σε γενικές γραμμές- μείωση του ποσοστού της ανεργίας με παράλληλη αύξηση του ποσοστού των κενών θέσεων, γεγονός που αντανακλά αφενός την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας και επομένως την πτώση της κυκλικής ανεργίας και αφετέρου την αναντιστοιχία μεταξύ των προσφερόμενων και των ζητούμενων δεξιοτήτων, η οποία συνδέεται με τη διαρθρωτική ανεργία. Σημειώνεται ότι, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας υποχώρησε, γεγονός που αποδίδεται στην επίδραση των μέτρων περιορισμού της διασποράς του ιού και, κατά συνέπεια, της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα τη μείωση των προσφερόμενων θέσεων εργασίας. Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό της ανεργίας διατηρήθηκε σχετικά σταθερό, ως αποτέλεσμα των δημοσιονομικών παρεμβάσεων για την προστασία της απασχόλησης. Με τη σταδιακή κατάργηση των περιορισμών και παράλληλα με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας άρχισε να αυξάνεται, ενώ η άνοδος εντάθηκε από το δεύτερο τρίμηνο του 2022 και μετά. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, το τρίτο τρίμηνο του 2023, το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας διαμορφώθηκε σε 1,6%, από 1% την ίδια περίοδο το 2022.

Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων στην Ελλάδα αναδεικνύεται και από τα ευρήματα διαφόρων ερευνών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με έκθεση της Cedefop, το 2022, η Ελλάδα βρέθηκε στην προτελευταία θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών στον σχετικό δείκτη αντιστοίχισης δεξιοτήτων (skills matching), πάνω από την Ισπανία. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Manpower, το 82% των συμμετεχόντων εργοδοτών στη χώρα μας εκτιμά ότι θα αντιμετωπίσει το 2024 σοβαρή δυσκολία εύρεσης εργατικού δυναμικού με τις κατάλληλες δεξιότητες για να καλύψουν τις προσφερόμενες θέσεις εργασίες. Το εν λόγω ποσοστό αποτελεί το υψηλότερο των τελευταίων έντεκα ετών, υπερβαίνοντας τον παγκόσμιο μέσο όρο κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες, ενώ παρουσιάζει αυξητική τάση κάθε χρόνο (2014: 42%).

Λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη τη γήρανση του πληθυσμού (βλ. Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της 23.11.2023) αλλά και τις σημαντικές επενδύσεις που αναμένεται να υλοποιηθούν τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και ειδικότερα στα πεδία της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης, είναι κρίσιμο να ενισχυθεί η αποτελεσματική αντιστοίχιση των δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται ενίσχυση των δεσμών μεταξύ του ακαδημαϊκού και του παραγωγικού τομέα, ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων αλλά και κατάλληλων εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Σημειώνεται για παράδειγμα, ότι, σύμφωνα με την Cedefop, το 2022 οι ενήλικες που συμμετείχαν στη διαδικασία της "Δια Βίου Μάθησης" ήταν μόλις 3,5% στην Ελλάδα, όταν στην ΕΕ-27 το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώθηκε σε 11,9%. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο πυλώνας "Απασχόληση, Δεξιότητες, Κοινωνική Συνοχή" του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προβλέπει, μεταξύ άλλων, επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αναμένεται να συμβάλλουν στην ψηφιοποίηση της εκπαίδευσης όλων των επιπέδων και στην αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ, τα προγράμματα αναβάθμισης και απόκτησης νέων δεξιοτήτων για ανέργους αποδεικνύονται ιδιαίτερα αποτελεσματικά στην Ελλάδα. Σύμφωνα με ορισμένα από τα ευρήματα της έρευνας, το 18% των συμμετεχόντων σε τρία προγράμματα κατάρτισης, κατά την περίοδο 2017-2020, είχαν βρει εργασία 12 μήνες μετά από την έναρξη των προγραμμάτων, με το αντίστοιχο ποσοστό όσων δεν συμμετείχαν να διαμορφώνεται σε 11%. Σημειώνεται ότι, μεταξύ των προγραμμάτων κατάρτισης από διάφορες χώρες που μελετήθηκαν, τα εν λόγω τρία προγράμματα κατάρτισης ανήκαν στο 25% των πιο αποτελεσματικών σε ό,τι αφορά στην αύξηση της απασχόλησης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ