Ντράγκι: Στο ένα χέρι το μαστίγιο, στο άλλο χέρι το...καρότο

Ντράγκι: Στο ένα χέρι το μαστίγιο, στο άλλο χέρι το...καρότο
Με το διπλό όχι που είπε χθες η ΕΚΤ στην αύξηση των ορίων για έκδοση εντόκων προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι ανάγκες του δημοσίου, και στη συμμετοχή των τραπεζών στις εκδόσεις αυτές, έγινε κομιστής του σκληρού και «ασφυκτικού» μηνύματος των εταίρων προς την ελληνική κυβέρνηση να ολοκληρωθεί γρήγορα η αξιολόγηση ώστε να ανοίξει η «στρόφιγγα» της χρηματοδότησης για τις ελληνικές τράπεζες.
Της Έφης Καραγεώργου.
Και ταυτόχρονα ανανέωσε την γραμμή τουELAμε το σταγονόμετρο αυξάνοντας μόλις κατά 500εκατ ευρώ την έκτακτη παροχή ρευστότητας (στα 68,8δισ ευρώ).
Βέβαια τα 500 εκατ ευρώ δείχνουν ότι έχει αποκατασταθείη ηρεμία στα τραπεζικά γκισέ με τις εκροές να κινούνται σε χαμηλά επίπεδα. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, καθώς οι ελληνικές τράπεζες «αναφέρονται» καθημερινά στον επόπτη τους για τις κινήσεις στο μέτωπο των καταθέσεων.
Από την πλευρά τους οι Έλληνες τραπεζίτες χαρακτηρίζουν την κατάσταση διαχειρίσιμη, αφού σταμάτησε το κύμα αναλήψεων, ωστόσο συμπληρώνουν πως η ισορροπία είναι εύθραυστη. Επαναλαμβάνουν πως δεν μπορούν να συμμετέχουν ούτε με ένα ευρώ στις νέες εκδόσεις εντόκων και φυσικά δεν υπάρχει ούτε σεντ για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Χθες ο κ. Ντράγκι, απαντώντας σε ερωτήσεις κατέστησε σαφές πως η ΕΚΤ δεν είναι «πολιτικός οργανισμός» και δεν μπορεί μέσω των τραπεζών να χρηματοδοτεί κράτη, ωστόσο ο ίδιος πήρε θέση ασκώντας κριτική στην επικοινωνιακή πολιτική της χώρας λέγοντας ότι «προκαλεί μεταβλητότητα στις αγορές και υποσκάπτει τη φερεγγυότητα και αξιοπιστία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος».
Και συνέχισε πως αυτός ήταν ο λόγος που η ΕΚΤ ζήτησε από το Eurogroup το υπόλοιπο των 10 δισ. ευρώ του πακέτου που προοριζόταν για τον τραπεζικό κλάδο να διατηρηθεί ανέπαφο και να μεταφερθεί εκτός χώρας, ώστε να μπορεί να είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο για ένα «ξαφνικό αρνητικό γεγονός». Αίτημα που έχει περιληφθεί στην τελευταία απόφαση του Eurogroup και τα 11δισ ευρώ του ΤΧΣ έχουν επιστραφεί στονEFSF.
Στις δηλώσεις αυτές η ελληνική πλευράαπάντησε πως η απόφαση της ΕΚΤ«δεν δημιουργεί κανένα επιπρόσθετο πρόβλημα στο χρηματοπιστωτικό μας σύστημα, συμπληρώνοντας ότι η κυβέρνηση εργάζεται για την υλοποίηση της απόφασης του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου».
Πηγές του οικονομικού επιτελείου σημείωνανότι οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν εξαντλήσει την ρευστότητα που τους παρέχεται μέσωELA, καιότι έχουν κάνει χρήση ποσού της τάξης των 65-66 δισ. ευρώ.
Συνολικά η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από το ευρωσύστημα εκτιμάται στα 100 δισ. ευρώ, και όπως σημείωσε οκ. Ντράγκι, το ποσό έχει διπλασιαστεί τους τελευταίους δυο μήνες και αντιστοιχεί στο 68% του ΑΕΠ, που είναι και το υψηλότερο στην ευρωζώνη. Ο επικεφαλής της ΕΚΤ μάλιστα τόνισε ότι «το τελευταίο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι η ΕΚΤ δεν βοηθά την Ελλάδα».
Ο κ. Ντράγκι ξεκαθάρισε ότιη ΕΚΤ δεν είναι «πολιτικό ίδρυμα», αλλά λειτουργεί με κανόνες και απαντώντας σε ερώτηση για την αύξηση του ορίου έκδοσης εντόκων γραμματίων αρκέστηκε να σημειώσει ότι «οι ευρωπαϊκοί κανόνες απαγορεύουν την έμμεση ή άμεση χρηματοδότηση ενός κράτους».
Ενώ για την αποδοχή εκ νέου των ελληνικών κρατικών ομολόγων και εγγυήσεων του δημοσίου ως ενέχυρα στις πράξεις κύριας χρηματοδότησης των τραπεζών σημείωσε ότι:«Η ΕΚΤ είναι η πρώτη που εύχεται να ξεκινήσει τη χρηματοδότηση» (σ.σ. να επανέρθει δηλαδή το waiver και να κάνει αποδεκτά τα ελληνικά ομόλογα),υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι είναι στη θέση τους». Με απλά λόγια οκ. Ντράγκι ζήτησε να υπάρξει γρήγορα μια διαδικασία που θα δείχνει ότι προχωρά η επιτυχημένη ολοκλήρωση του προγράμματος και «είναι βέβαιο ότι θα καλωσορίσουμε μια τέτοια εξέλιξη».
Επανέλαβε ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί μέχρι τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο να προχωρήσει σε αγορές ελληνικών τίτλων στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), δεδομένου εκτός των άλλων ότι ήδη οι τίτλοι που κατέχει υπερβαίνουν το όριο που τέθηκε ανά εκδότη (33%) και έτσι θα πρέπει πρώτα να γίνουν αποπληρωμές και μετά αγορές.
Και τέλος χαρακτήρισε ως αξιόπιστες τις ελληνικές τράπεζες, υποστηρίζοντας ότι έχουν γίνει πολλά βήματα ώστε το τραπεζικό σύστημα να καταστεί περισσότερο ισχυρό.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ