Τι σημαίνει για την τσέπη μας μείωση του αφορολογήτου - Πόσο κινδυνεύουν να κουρευτούν οι συντάξεις

Τι σημαίνει για την τσέπη μας μείωση του αφορολογήτου - Πόσο κινδυνεύουν να κουρευτούν οι συντάξεις
Το όνειρο της δημοσιονομικής χαλάρωσης που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για αποκλιμάκωση των φορολογικών συντελεστών μετά τη λήξη του 3ου μνημονίου, έγινε σε ένα βράδυ εφιάλτης επιβολής νέων μέτρων ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ.

Οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, ζήτησαν από την Ελλάδα να τηρήσει το γράμμα του… μνημονίου και να εκτελέσει προϋπολογισμούς με πρωτογενή πλεονάσματα και μετά το 2018. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ότι το 2019 πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να παραχθεί πρόσθετο πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως των 3,98 δισ ευρώ ενώ για το 2020, ο λογαριασμός θα πρέπει να ανέβει ακόμη περισσότερο στα 4,13 δισ ευρώ. Και επειδή τα δημοσιονομικά μέτρα δεν έχουν απόδοση 100% -είτε γιατί μειώνουν τα φορολογικά έσοδα, είτε γιατί περιορίζουν τους συντελεστές εισπραξιμότητας είτε γιατί ψαλιδίζουν την κατανάλωση- ο πραγματικός λογαριασμός των μέτρων με τα οποία κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι οι φορολογούμενοι, ξεπερνά κατά πολύ τα 4,5 δισ ευρώ σε ετήσια βάση.

Η καινούργια κόκκινη γραμμή για την ελληνική κυβέρνηση είναι να μην δεσμευτεί στη λήψη νέων μέτρων από τώρα για το 2019 και για το 2020 και να μην υποκύψει στις δύο βασικές πιέσεις που ασκούνται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: τη μείωση του αφορολογήτου «στα επίπεδα των 5.000-6.000 ευρώ» όπως παραδέχτηκε ανώτατη κυβερνητική πηγή, αλλά και τη μείωση των υφιστάμενων συντάξεων μέσα από την κατάργηση της λεγόμενης «προσωπικής διαφοράς». Αθροιστικά, τα δύο μέτρα έχουν αντίκτυπο της τάξεως των 5 δισ ευρώ στις τσέπες τουλάχιστον 5,5 εκατομμυρίων φορολογουμένων. Ειδικά δε στην περίπτωση των συνταξιούχων, ο συνδυασμός «μικρότερο αφορολόγητο – κατάργηση οικονομικής διαφοράς» ισοδυναμεί για εκατοντάδες χιλιάδες περιπτώσεις με απώλεια ετήσιου εισοδήματος άνω του 25% από τη μία στιγμή στην άλλη.

Γεγονός είναι ότι η απαίτηση για λήψη τέτοιων μέτρων δεν υπακούει σε καμία οικονομική λογική. Ουδείς εξηγεί σε αυτή τη φάση της διαπραγμάτευσης γιατί η Ελλάδα που θα μπορέσει – κατά την εκτίμηση των θεσμών – να παράξει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% μέσα στο 2018 (σ.σ. το δημοσιονομικό του συγκεκριμένου έτους είναι ανοικτό αλλά η διαφορά δεν ξεπερνάει τα 300 εκατ. ευρώ ακόμη και με το ΔΝΤ) την αμέσως επόμενη χρονιά θα κατορθώσει να έχει πλεονάσματα μόλις 1,5%. Και αυτό παρά το γεγονός ότι το ΑΕΠ του 2019 προβλέπεται ότι θα είναι μεγαλύτερο από του 2018 κάτι που δημιουργεί προϋποθέσεις για υψηλότερες εισπράξεις κυρίως από τους φόρους επί της κατανάλωσης.
Παρά το «οικονομικό παράδοξο» το ΔΝΤ επιμένει στην πάγια πολιτική του να «βγαίνουν τα νούμερα» και απαιτεί τη λήψη των ακόλουθων βασικών μέτρων:

• Μείωση του αφορολογήτου στα επίπεδα των 5.000 ευρώ σημαίνει ότι κάθε μισθωτός και συνταξιούχος, ακόμη και αυτός που υποχρεώνεται να επιβιώσει με ετήσιο εισόδημα της τάξεως των 9.000 ευρώ τον χρόνο, θα πρέπει να πληρώσει 800 ευρώ επιπλέον φόρο. Η μείωση του αφορολογήτου που απαιτεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προκειμένου να «διευρύνει τη φορολογική βάση» και να περιορίσει την απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα «οριζόντιο» μέτρο το οποίο επιφέρει την ίδια επιβάρυνση σε όλους, ανεξάρτητα από το αν εμφανίζουν ετήσιο εισόδημα της τάξεως των 9.000 ευρώ ή τον 90.000 ευρώ σε ετήσια βάση. Όσον αφορά στη δημοσιονομική του απόδοση, μπορεί να ξεπεράσει τα τρία δισεκατομμύρια ευρώ αλλά θεωρείται δεδομένου ότι θα πλήξει την κατανάλωση καθώς θα «χτυπήσει» πλατιά λαϊκά στρώματα που διαθέτουν σχεδόν ολόκληρο το εισόδημά τους για απόκτηση ειδών πρώτης ανάγκης.

• Η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, επίσης είναι μέτρο με οριζόντια επίπτωση καθώς χτυπάει ακόμη και τους χαμηλοσυνταξιούχους. Το μέτρο προτάθηκε από το ΔΝΤ στο όνομα της «αλληλεγγύης γενεών» (δηλαδή να μην επιβαρύνονται οι σημερινοί εργαζόμενοι προκειμένου να καταβάλλονται υψηλότερες συντάξεις στους σημερινούς συνταξιούχους. Φαίνεται όμως να καταλήγει και αυτό ως ένα ακόμη μέτρο εξίσωσης των δικαιωμάτων προς τα κάτω με τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις για την αγορά όπως φαίνεται και από τα ακόλουθα παραδείγματα:

1. Συνταξιούχος του δημοσίου με 35 χρόνια ασφάλισης και συντάξιμες αποδοχές 2000 ευρώ, λαμβάνει σύνταξη 1.338 ευρώ. Με το νέο σύστημα που ενεργοποιήθηκε τον περασμένο Μάιο, η σύνταξη περιορίζεται στα 993 ευρώ δηλαδή είναι 25% μικρότερη. Η διαφορά των 345 ευρώ είναι η λεγόμενη «προσωπική διαφορά» η οποία κινδυνεύει να ψαλιδιστεί ή να καταργηθεί.

2. Συνταξιούχος του ΤΕΒΕ με 15 χρόνια (και συντάξιμες αποδοχές 2000 ευρώ) λαμβάνει σήμερα σύνταξη 1.037 ευρώ. Με το καινούργιο σύστημα, αν ο συντάξιμος μισθός προσδιοριστεί στα 1.800 ευρώ, η σύνταξη θα βγει στα 553 ευρώ και αν βγει στα 1.600 ευρώ, θα περιοριστεί στα 530 ευρώ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η «προσωπική διαφορά» θα φτάσει σχεδόν στη μισή σύνταξη.

Οι προσωπικές διαφορές δεν είναι μεγάλες σε όλους τους συνταξιούχους ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι περικοπές θα είναι μικρότερες του 10%. Ωστόσο, οι συνταξιούχοι κινδυνεύουν με απώλειες πραγματικού εισοδήματος και εξαιτίας της μείωσης του αφορολογήτου. Ακόμη και ο συνταξιούχος των 1.500 ευρώ που θα χάσει 300 ευρώ από την προσωπική διαφορά σε μηνιαία βάση, θα υποστεί και την αύξηση του φόρου των 800 ευρώ. Έτσι, οι συνολικές ετήσιες απώλειες θα φτάσουν στα 4.400 ευρώ δηλαδή περίπου στις τρεις συντάξεις.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ