Η Ελλάδα χάνει το τρένο του QE

Η Ελλάδα χάνει  το τρένο του QE
Αν και οι επίσημες εκτιμήσεις των κυβερνητικών στελεχών έκαναν λόγω για «κλείσιμο» της δεύτερης αξιολόγησης εντός του 2016 και ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας γύρω στο Μάρτιο του 2017, δυστυχώς τα μηνύματα που έρχονται από την Ευρώπη τις τελευταίες ημέρες μόνο αισιόδοξα δεν είναι.

Και αυτό γιατί πολύ απλά η δεύτερη αξιολόγηση όχι μόνο δεν έκλεισε την προηγούμενη χρονιά, αλλά ουδείς έως σήμερα μπορεί να γνωρίζει το πότε και αν ολοκληρωθεί. Δυστυχώς η πρόσφατη απόφαση του Κεντρικού Τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι να κρατήσει «ζωντανό» το πρόγραμμα μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017 και ταυτόχρονα να αφήσει ανοικτό το παράθυρο για επιπλέον επέκταση, έστω και για «κουτσουρεμένο» μέχρι και το τέλος του 2018, φαίνεται ότι δεν θα ακουμπήσει άμεσα τη χώρα μας και ξανά δυστυχώς δεν θα της επιτρέψει να βγει στην διεθνή αγορά ομολόγων για να εξασφαλίσει τα απαιτούμενα κονδύλια.

Όμως ποιο είναι το σημαντικότερο κριτήριο για να μπορέσει η Ελλάδα να πάρει το εισιτήριο και να ανέβει στο τρένο του QE; Φτάνει το κλείσιμο της αξιολόγησης; Η απάντηση είναι «όχι» διότι πέραν αυτής απαιτείται η λήψη των απαιτούμενων μέτρων ώστε το ελληνικό χρέος να χαρακτηριστεί «βιώσιμο».

ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ

Σύμφωνα με πληροφορίες, αν και η Φρανκφούρτη θεωρεί ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) κινούνται στη σωστή κατεύθυνση και αποτελούν ένα πολύ σημαντικό βήμα για τη διόρθωση πολλών στρεβλώσεων στην πορεία εξυπηρέτησης του χρέους μεσομακροπρόθεσμα, σημειώνει ότι αυτά από μόνα τους δεν είναι αρκετά για να χαρακτηρίσει το χρέος βιώσιμο. Τι φέρεται να ζητά η ΕΚΤ; Μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εξειδίκευση των όσων περιγράφει η απόφαση της 25ης Μαΐου του Eurogroup, με λίγα λόγια ό,τι ακριβώς ζητά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Αυτό όμως προϋποθέτει να λυθεί ο γρίφος με τα πρωτογενή πλεονάσματα όχι μόνο του 2018 αλλά και του 2019 και του 2020.

Δεδομένου ότι το ΔΝΤ θέλει πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,5%, οι Ευρωπαίοι στο 3,5% και οι Έλληνες δεν θέλουν να νομοθετήσουν επιπλέον μέτρα, πέραν της παράτασης του νέου δημοσιονομικού κόφτη, στον οποίο αναμένεται να ενταχθεί και η μείωση του αφορολόγητου, αυτή τη στιγμή δεν διαφαίνεται πώς θα μπορούσε να προκύψει ο συμβιβασμός χωρίς σοβαρή υποχώρηση από μια πλευρά. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, αφού οι τελευταίες δηλώσεις Σόιμπλε σε συνδυασμό με τις διαρροές από το Μαξίμου, φαίνεται να αλλάζουν εκ νέου τα δεδομένα. Με την συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα να βρίσκεται στον αέρα, με τους Γερμανούς να ζητούν στην ουσία νέο «πρόγραμμα» αν τελικά το ΔΝΤ μείνει εκτός και με την ελληνική κυβέρνηση να παραμένει θεατής των εξελίξεων αφού δεν έχει πάρει επίσημα θέση για το τι ακριβώς θέλει η ίδια να κάνει, η ΕΚΤ είναι σαφές ότι δεν πρόκειται να λάβει καμία απόφαση για τα ελληνικά ομόλογα.

Τι σημαίνει η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης

Η συνολική ονομαστική αξία ελληνικών τίτλων που θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στο εν λόγω πρόγραμμα υπολογίζεται, κατ’ ανώτατο όριο, στα 4,2δισ ευρώ, ποσό το οποίο θα ξεπεράσει τα 5 δισ ευρώ αν ο Ντράγκι υλοποιήσει την πρόθεσή του να παρατείνει το πρόγραμμα και το 2018. Αυτό θα ισοδυναμούσε με ποσό μεγαλύτερο από την ετήσια αξία του τρέχοντος όγκου ημερησίων συναλλαγών ελληνικών κυβερνητικών τίτλων στην δευτερογενή αγορά. Μπορεί το ποσό να μην είναι ποσοτικά σημαντικό αλλά η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα θα μπορούσε να βοηθήσει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Για παράδειγμα αξίζει να σημειωθεί ότι πριν τη συνεδρίαση του Eurogroup του Δεκεμβρίου που αναμενόταν να ληφθούν τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους τα spreads υποχώρησαν ακόμη και στο 6,5%. Αυτό σημαίνει ότι η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε περαιτέρω σημαντική συμπίεση των αποδόσεων των ελληνικών κυβερνητικών ομολόγων, επιπρόσθετες αγορές ελληνικών κυβερνητικών τίτλων και άλλων στοιχείων ενεργητικού από επενδυτές του ιδιωτικού τομέα, ευκολότερη (και φθηνότερη) πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών και άλλων εγχώριων επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα στις διεθνείς αγορές για την άντληση ρευστότητας και κεφαλαίων, καθώς και σε βελτίωση του περιβάλλοντος για άμεσες ξένες επενδύσεις στην εγχώρια οικονομία λόγω της υποχώρησης του κινδύνου χώρας (country risk).

Είναι προφανές ότι αποδόσεις τέτοιου ύψους, δεν επιτρέπουν την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές. Ωστόσο, εκτιμάται ότι με το που θα αρχίσουν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση του QE, οι αποδόσεις θα υποχωρήσουν πολύ χαμηλότερα επιτρέποντας στην Ελλάδα να προχωρήσει στις πρώτες αναγνωριστικές εκδόσεις ομολόγων πιθανότατα 3ετούς διάρκειας. Βέβαια από μόνη της η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ μπορεί να δημιουργήσει έναν ιδιαίτερα θετικό αντίκτυπο στην αγορά ελληνικών κυβερνητικών τίτλων και την εξέλιξη των εγχώριων χρηματοοικονομικών συνθηκών, όμως απαιτείται παράλληλα η επιτάχυνση του προγράμματος διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

ΠΗΓΗ: ΑΠ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΑ ΠΕΡΙΠΤΕΡΑ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ