Οι επτά μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης

Οι επτά μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης
Τις επτά μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης περιέγραψε ο Γ. Βαρουφάκης στην ομιλία του στο Ινστιτούτο Brookings.

Παράλληλα, ο υπουργούς Οικονομικών επικεντρώθηκε στις διαπραγματεύσεις που διεξάγει η ελληνική κυβέρνηση με τους θεσμούς, καθώς, όπως εξήγησε ο ίδιος, «επωμίζεται ένα μνημειώδες έργο: αυτό της επιτυχούς ολοκλήρωσης των τρεχουσών διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους και διεθνείς εταίρους της» - «Η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να βρει μια έντιμη συμφωνία με τους εταίρους της, αλλά θα πρέπει να παραδεχθούν ότι το δημοσιονομικό πρόγραμμα που επιβλήθηκε στη χώρα έχει αποδειχθεί πως έχει αποτύχει και ότι το χρέος της Αθήνας δεν είναι βιώσιμο ήδη από το 2010», υπογράμμισε μεταξύ άλλων, στέλνοντας μήνυμα σε ολιγάρχες και... καναλάρχες.

Ο κ. Βαρουφάκης επεσήμανε ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές έχουν σημασία για την παγκόσμια οικονομία επειδή η έκβασή τους θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη στάση της Ευρώπης προς το ευρύτερο πρόβλημα που εντοπίζεται στον ιστό των δημοκρατιών και στα θεμέλια των πραγματικών οικονομιών μας, προσθέτοντας ότι το ελληνικό δράμα χρέους του 2010 ήταν ο προάγγελος πολλών από αυτά που ακολούθησαν σε μεγάλα τμήματα της ευρωζώνης.

«Η ελληνική κυβέρνηση είναι αντίθετη στην παράταση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκε στην Ελλάδα και το οποίο σχεδιάστηκε λάθος και εφαρμόστηκε από αυτούς που έπρεπε να κάνουν μεταρρυθμίσεις και αρνούνταν να αλλάξουν οι ίδιοι. Η παράταση του τρέχοντος μνημονίου που κληρονόμησε και οδήγησε σε μαζική εσωτερική υποτίμηση, αναπόφευκτα θα μείωνε βίαια τα εισοδήματα από τα οποία θα έπρεπε να πληρωθούν τα παλιά και τα νέα δάνεια», διευκρίνισε, σημειώνοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει να ξεκινήσει τις μεταρρυθμίσεις με ιδιωτικοποιήσεις και αλλαγές στο συνταξιοδοτικό, ενώ θα προχωρήσει με την αντιμετώπιση και άλλων χρόνιων προβλημάτων της χώρας, όπως οι δημόσιες συμβάσεις, η γραφειοκρατία και οι σχέσεις του πολιτικού συστήματος με τους ολιγάρχες και τα Μέσα ενημέρωσης.

Μεταξύ άλλων, ο Βαρουφάκης είπε ακόμα ότι παρά τις γνωστές παθογένειες της Ελλάδας, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να προχωρήσει σε μια αληθινή ολοκλήρωση και «μια σωστή τραπεζική ένωση».

Επεσήμανε, δε, ότι η Ελλάδα ποτέ «δεν διασώθηκε πραγματικά, καθώς μόνο το 9% των δανείων πήγαν στο ελληνικό κράτος, ενώ τα υπόλοιπα (χρήματα) χρησιμοποιήθηκαν για να ενισχυθούν ανεύθυνοι χρηματοοικονομικοί θεσμοί, κυρίως στη βόρεια Ευρώπη».

Ακολούθως, δεν παρέλειψε να σημειώσει πως είναι λογικό να πιστέψει κανείς την τρέχουσα ρητορική ότι η Ευρώπη έχει ξεπεράσει την οικονομική κρίση και ότι οι διασώσεις των οικονομιών των περιφερειακών της χωρών, σε συνδυασμό με την αυστηρή λιτότητα, είχε αποτέλεσμα, ενώ μόνο η Ελλάδα δεν κατάφερε να ανακάμψει εξαιτίας δικών της λαθών.

Ο Έλληνας υπουργός εξήγησε επίσης ότι ο δημόσιος και ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα βρίθουν από παθογένειες που απαιτούν επείγουσα και εκτεταμένη θεραπεία. Παρόλα αυτά, είπε, οι χρόνιες παθογένειες της Ελλάδας δεν μπορούν να εξηγήσουν το βάθος και την επιμονή της σημερινής κρίσης.

«Για να εξηγηθεί αυτό, χρειάζεται κάποιος να εξετάσει τα μειονεκτήματα στον σχεδιασμό της νομισματικής ένωσης και πώς αυτά σε συνδυασμό με τα ελαττώματα του έθνους μας παρήγαγαν μία κρίση-τέρας, τέτοια που έχει καταλήξει σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε ανθρωπιστικό επίπεδο», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Βαρουφάκης επεσήμανε ότι ακόμα και σε χώρες που παρουσιάζονται ως «οι καλοί μαθητές» της Ευρώπης οι επενδύσεις, η αύξηση παραγωγικότητας και η βελτίωση των επιπέδων διαβίωσης υπήρξαν απογοητευτικές ακόμα και με τα πρότυπα της ασθενούς αμερικάνικης ανάκαμψης.

Υπογράμμισε μάλιστα ότι το αποτέλεσμα της παρούσας ελληνικής διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς θα παίξει σημαντικό ρόλο στο αν η Ευρώπη θα βοηθήσει ή θα εμποδίσει τις προσπάθειες του υπόλοιπου κόσμου να αφήσει πίσω το «κραχ» του 2008 και τις επίμονες επιπτώσεις του.

Ο Έλληνας ΥΠΟΙΚ αναφέρθηκε και στη δυσκολία των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς που «διαρκούν πολύ», υπογραμμίζοντας αρχικά ότι η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί περισσότερο από κάθε άλλο να καταλήξουν επιτυχώς.

Παρόλα αυτά, εξήγησε ότι η λέξη-κλειδί είναι το «επιτυχώς», υπογραμμίζοντας ότι θα ήταν πολύ εύκολο για εκείνον και τον Έλληνα πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, να προσυπογράψουν το υπάρχον Μνημόνιο. Μόνο που αυτό θα ήταν λάθος, όπως είπε ο κ. Βαρουφάκης. «Λάθος προς τους δανειστές μας, προς τους εταίρους μας και το λαό της χώρας».

Αφού εξήγησε, δε, ότι το πρόγραμμα αυτό αποτελεί μια συνταγή, μια θεραπεία, που κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρήσει επιτυχημένη, παραδέχθηκε ότι οι έως τώρα επιδόσεις της Ελλάδας στον τομέα των μεταρρυθμίσεων δεν ήταν ικανοποιητικές και πρόσθεσε ότι εξαρτάται από τους Έλληνες και την ελληνική κυβέρνηση να καταλήξουν σε μια μεταρρυθμιστική ατζέντα η οποία θα έχει αποτέλεσμα.

Όμως σημείωσε ότι η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα δεν θα προσυπογράψει στόχους που γνωρίζει ότι η οικονομία της Ελλάδας δεν μπορεί να πετύχει μέσω πολιτικών που οι εταίροι μας δεν θα έπρεπε να θέλουν να επιβάλουν.

Ο κ. Βαρουφάκης τόνισε ακόμα ότι συχνά δέχεται την ερώτηση γιατί οι άλλες χώρες που ακολούθησαν πολιτικές λιτότητας δεν αντιμετώπισαν την καταστροφική κατάρρευση που σημειώθηκε στην Ελλάδα. Ο λόγος είναι απλός, εξήγησε: ότι αυτές οι χώρες υποβλήθηκαν σε λιγότερη λιτότητα και για σημαντικά μικρότερη χρονική περίοδο.

«Η Ελλάδα ήταν η πρώτη που διασώθηκε και κατέληξε ένα πειραματόζωο, όπου έγιναν πολλά πειράματα προς όφελος άλλων, όμως τελικά η Ιστορία θα δείξει ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που συνόδευε τα δάνεια, ήταν λάθος», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Και συμπλήρωσε: «Όπως ήταν αναμενόμενο, η αρχή της επιβολής αυστηρής λιτότητας στην πιο ελλειμματική οικονομία προκάλεσε τη μεγαλύτερη κρίση σε καιρό ειρήνη».

Τέλος, ο κ. Βαρουφάκης, στις 7 μεταρρυθμίσεις που ανέλυσε, προανήγγειλε μεταξύ άλλων απαιτήσεις ελάχιστης επένδυσης, πάνω από την τιμή που ζητείται στις ιδιωτικοποιήσεις, δραστικό περιορισμό στις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, «κακή τράπεζα» για τα κόκκινα δάνεια και ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Δύο είναι στα στοιχεία μιας έντιμης και αποτελεσματικής συμφωνίας, υπογράμμισε ο ΥΠΟΙΚ: Μια ατζέντα βαθιών μεταρρυθμίσεων που η ελληνική κοινωνία μπορεί να αγκαλιάσει με ενθουσιασμό και ένα μακροοικονομικά λογικό δημοσιονομικό σχέδιο.

Αναλυτικά:

1. Να ξανα-αντιστρέψουμε την πυραμίδα των μεταρρυθμιστικών προτεραιοτήτων προς όφελος και της αποτελεσματικότητας αλλά και της κοινωνικής δικαιοσύνης για να εμπνεύσουμε και να κερδίσουμε την υποστήριξη του ελληνικού λαού.

2. Οι πολιτικές μας για τις ιδιωτικοποιήσεις στοχεύουν στη σωστή αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας αντί για τα απαράδεκτα ξεπουλήματος του παρελθόντος με απαιτήσεις ελάχιστης επένδυσης, πάνω από την τιμή που ζητείται έτσι ώστε να υπάρχει αντιστοιχία των βραχυπρόθεσμων εσόδων με τη μακροχρόνια αύξηση του ΑΕΠ και πρόβλεψη για συμμετοχή στα συνταξιοδοτικά ταμεία από την συμμετοχή στο κεφάλαιο που θα διατηρήσει το κράτος. Επίσης ανήγγειλε και την Ίδρυση μιας Δημόσιας Τράπεζας Επενδύσεων όπως η γερμανική KfW – χρησιμοποιώντας δημόσια περιουσία ως εγγυήσεις – έναν φυσικό εταίρο της ΕΤΕπ και δυνητικό δίαυλο για τη μεταφορά επενδύσεων της ΕΤΕπ στον ιδιωτικό τομέα.

3. Όσον αφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα αντί για την οριζόντια μείωση των συντάξεων που προωθείται ως «ασφαλιστική μεταρρύθμιση», θα περιορίσουμε δραστικά πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και θα αποτρέψουμε τράπεζες και άλλες εταιρίες (δημόσιες και ιδιωτικές) από το να μετακινούν τα διαχρονικά εργασιακά τους κόστη στα ασφαλιστικά ταμεία ενθαρρύνοντας πρόωρες συνταξιοδοτήσεις.

4. Οι πολιτικές στον τομέα της παροχής πιστώσεων, μεταρρυθμίσεων στη Δικαιοσύνη και στην προστασία των αδύνατων, όπως και στη σταθεροποίηση της αγοράς ακινήτων θα περιλαμβάνουν είπε δημιουργίας μιας «κακής τράπεζας» (από το «μαξιλάρι» του ΤΧΣ) ώστε να διαγράψουμε τα «κόκκινα δάνεια» χωρίς να πιέσουμε τις τιμές των ακινήτων προς τα κάτω με ένα κύμα πλειστηριασμών και χωρίς να δημιουργήσουμε ένα κύμα άστεγων Ελλήνων, αλλά και σύστημα ταχείας εξωδικαστικής διευθέτησης διαφορών σχετικά με τα «κόκκινα δάνεια» και τα φορολογικές οφειλές που θα επιτρέψει μια αποτελεσματική λειτουργίας «κακών τραπεζών» χρηματοδοτούμενων από τον EFSF καθώς και την ενίσχυση φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων.

5. Η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης είναι απαραίτητη για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Για παράδειγμα η απαγόρευση της αναζήτησης πληροφοριών από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις από οποιαδήποτε υπηρεσίας του κράτους που βρίσκονται υπό την κατοχή του δημόσιου τομέα, θα μειώσει σημαντικά το κόστος των συναλλαγών καθώς επίσης θα αφαιρέσει ευκαιρίες μικρο-διαφθοράς.

6. Η μεγαλύτερη αποτυχία της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι η αδήλωτη απασχόληση που υπολογίζεται στο 30% της μισθωτής εργασίας. Μέρος της αιτίας είναι η αποτυχία της δημόσιας διοίκησης (επιθεωρήσεις εργασίας) να επιβάλουν την εφαρμογή των ισχυόντων νόμων. Ένα άλλο μέρος είναι η απουσία έξυπνων, αποτελεσματικών συμβάσεων εργασίας ανάμεσα στις εργοδοτικές και τις εργατικές οργανώσεις. Γι αυτό το σκοπό θα ζητήσουμε από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO) να σχεδιάσουν συμβάσεις εργασίας που καταπολεμούν την αδήλωτη εργασίας και ενισχύουν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργοδότες.

7. Ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και περιορισμός των μη ανταγωνιστικών πρακτικών που εφαρμόζονται από αυτούς που κηρύττουν ενάντια στη δύναμη των ολιγοπωλίων με αποτέλεσμα να αυξάνουν το περιθώριο τιμής-κόστους στη διάρκεια της ύφεσης.

Οι διαπραγματεύσεις

Οι διαπραγματεύσεις χρειάζονται τόσο χρόνο γιατί η κυβέρνηση πρέπει να πείσει τους παγκόσμιους εταίρους μας ότι το προηγούμενο πρόγραμμα απέτυχε πριν συμφωνήσουμε σε ένα νέο πακέτο πολιτικών, επισήμανε.

«Το καθήκον της κυβέρνησής μας είναι να δεχθεί το πολιτικό κόστος μερικών δύσκολων αποφάσεων που είναι αναγκαίες για να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των παγκοσμίων εταίρων μας» παραδέχτηκε όμως. Αλλά και «καθήκον δικό τους είναι να αποδεχτούν ότι το πρόγραμμα που εφαρμόζεται μέχρι στιγμής έχει αποτύχει σε σημαντικούς τομείς».

Πρέπει να τους πείσουμε ότι δεν μας ενδιαφέρει να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα της διαφθοράς και των «πυραμιδικής» (Ponzi) ανάπτυξης, πρόσθεσε και εκείνοι οφείλουν να πείσουν εμάς και το λαό μας ότι δεν προσπαθούν απλά να φιμώσουν για πάντα μια άβολη, αλλά φοβερά ειλικρινή και αρκετά ακριβή φωνή, μέσα στο Eurogroup.

«Τώρα όμως είναι η ώρα να κοιτάξουμε ανυπόμονα προς ένα ευτυχέστερο μέλλον που πρέπει να προκύψει ως αποτέλεσμα της τρέχουσας διαπραγμάτευσης και μιας κοινής δέσμευσης σε μια αδιάσπαστη Ευρωζώνη που θεωρείται και βιώνεται ως μια επικράτεια κοινή ευρωπαϊκής ευημερίας.

Παγκόσμια η σημασία των διαπραγματεύσεων

Ανέφερε ότι είναι μία κρίσιμη στιγμή, κατά την οποία η νέα μας κυβέρνηση επωμίζεται ένα μνημειώδες έργο: αυτό της επιτυχούς ολοκλήρωσης -όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό- των τρεχουσών διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους και διεθνείς εταίρους μας.

Έκανε λόγο για παγκόσμια σημασία των διαπραγματεύσεων «όχι τόσο λόγω του ρίσκου της μετάδοσης μέσω των χρηματοοικονομικών κυκλωμάτων (που φόβισαν τόσο τρομακτικά τόσο πολλούς το 2010), αλλά επειδή η έκβαση των διαπραγματεύσεών μας, θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη στάση της Ευρώπης προς το ευρύτερο πρόβλημα που εντοπίζεται στον ιστό των δημοκρατιών και στα θεμέλια των πραγματικών οικονομιών μας».

Οι χρόνιες παθογένειες της Ελλάδας δεν μπορούν να εξηγήσουν το βάθος και την επιμονή της σημερινής κρίσης, είπε, «αυτής δηλαδή που έχει, δυστυχώς, φτάσει στο στάδιο της Μεγάλης Ύφεσης- ο επταετής «Χειμώνας της Δυστυχίας μας». Μίλησε για ανίερη συμμαχία με τα ελαττώματα του έθνους μας για να παραγάγουν μία κρίση «τέρας» -τέτοια που έχει καταλήξει σε μία κατάσταση ανθρωπιστικής έκτακτης ανάγκης με παγκόσμια σημασία.

«Το τρέχον μείγμα πολιτικής μετατρέπει την Ευρώπη όλο και περισσότερο σε έναν μερκαντιλιστή Λεβιάθαν» ανέφερε.

«Το αποτέλεσμα της παρούσας ελληνικής διαπραγμάτευσης με το ΔΝΤ, την ΕΚΤ, την ΕΕ και τους Ευρωπαίους εταίρους μας θα παίξει σημαντικό ρόλο στον αν η Ευρώπη θα βοηθήσει ή θα εμποδίσει τις προσπάθειες του υπόλοιπου κόσμου να αφήσει πίσω το «κραχ» του 2008 και τις επίμονες επιπτώσεις του» είπε.

«Όσο περισσότερο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις τόσο μεγαλύτερη είναι η ασφυξία στην κοινωνική μας οικονομία και τόσο περισσότερο καθυστερούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις» πρόσθεσε.

«Τίποτα δεν θα ήταν πιο εύκολο για μένα, τον Πρωθυπουργό και την κυβέρνησή μας, από το να προσυπογράψουμε το υπάρχον Μνημόνιο, το υπάρχον πρόγραμμα, να υποσχεθούμε να κάνουμε ό,τι λέει- όπως οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις τελετουργικά έκαναν – και έτσι να πάρουμε τα 7 δισ. ευρώ των δόσεων που εκκρεμούν άμεσα, ούτως ώστε οι καλοί δημοσιογράφοι του οικονομικού Τύπου να σταματήσουν να ανησυχούν τόσο πολύ για την κατάσταση της ρευστότητα στην Ελλάδα» ανέφερε. Αλλά «αυτό θα ήταν η λάθος συνταγή» Και τούτο διότι «αυτό το πρόγραμμα αποτελεί μια συνταγή, μια θεραπεία, που κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρήσει επιτυχημένη»

Έκανε απολογισμό ότι «οι μέχρι τώρα επιδόσεις είναι σημαντικές κυρίες και κύριοι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι έως τώρα επιδόσεις της Ελλάδας στην μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν είναι ικανοποιητικές».

Ανέφερε ότι «η χώρα μας είναι δεσμευμένη νομικά ως μέρος της συμφωνίας μας για ένα υπερμέγεθες δάνειο. Μια θεραπεία, ένα πρόγραμμα, ένα Μνημόνιο που οι επιδόσεις του είναι εξαιρετικά φτωχές».

Πρόσθεσε ότι οι άλλες χώρες υποβλήθηκαν σε σημαντικά λιγότερη λιτότητα και για σημαντικά μικρότερη χρονική περίοδο . Μάλιστα, η ανάπτυξη επέστρεψε μόνον όταν υπήρξε χαλάρωση λιτότητας.

Η Ελλάδα «κατέληξε σε πειραματικό εργαστήριο όπου έγινε πολύς αυτοσχεδιασμός προς όφελος των άλλων» είπε. Μόλις το 9% των δανείων πήγε στο σπάταλο ελληνικό κράτος ενώ το υπόλοιπο χρησιμοποιήθηκε για να κρατηθούν όρθια τα ανεύθυνα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κυρίως στη Βόρεια Ευρώπη, ανέφερε.

Απολογιστικά είπε ότι το εισόδημα της εργασίας μειώθηκε κατά 32% και οι μισθοί έπεσαν 40% (σε συνάφεια με την υπόλοιπη περιφέρεια) η ελληνική εμπειρία αποτελεί εξαίρεση κατά μια σημαντική έννοια: Σε αντίθεση με τις άλλες περιφερειακές χώρες τα κέρδη (μικτά κέρδη εταιριών και μικτά εισοδήματα των αυτοαπασχολουμένων) επίσης μειώθηκαν περίπου το ίδιο (28%). Είναι καθαρό ότι ακόμα και η αντιστρόφως ανάλογη σχέση μισθού- ποσοστού κέρδους κατέρρευσε στην Ελλάδα. Και ενώ το κόστος εργασίας έπεσε δραματικά οι εξαγωγές παρέμειναν στα ίδια επίπεδα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ