ΟΛΗ Η ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ

Προσθήκη – τροπολογία στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο α) της Απόφασης-Πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση-Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις, οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΜΕΡΟΣ Α), β) της Απόφασης-Πλαίσιο 2008/947/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση-Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις που προβλέπουν την αναστολή εκτέλεσης της ποινής ή απόλυση υπό όρους, με σκοπό την επιτήρηση των μέτρων αναστολής και των εναλλακτικών κυρώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΜΕΡΟΣ Β), γ) της Απόφασης-Πλαίσιο 2009/829/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή, μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης στις αποφάσεις περί μέτρων επιτήρησης εναλλακτικά προς την προσωρινή κράτηση (ΜΕΡΟΣ Γ)» «Μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης και την ενίσχυση της απασχόλησης: κίνητρα για τη ρύθμιση χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς χρηματοδοτικούς φορείς και έκτακτες διαδικασίες ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων» ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟΆρθρο 1 Αντικείμενο – σκοπός - ορισμοί1. Με τον παρόντα νόμο θεσπίζονται έκτακτα προσωρινά μέτρα για την ελάφρυνση του ιδιωτικού χρέους, ειδικότερα οφειλών βιώσιμων μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς χρηματοδοτικούς φορείς, το Δημόσιο και φορείς κοινωνικής ασφάλισης (ΦΚΑ), καθώς και έκτακτες διαδικασίες για την εξυγίανση ή εκκαθάριση εν λειτουργία υπερχρεωμένων αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων. Ειδικότερα, θεσπίζονται: α) η παροχή κινήτρων προς μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες αφενός και προς χρηματοδοτικούς φορείς αφετέρου για τη ρύθμιση / διαγραφή ιδιωτικού χρέους, β) η ελάφρυνση και ο διακανονισμός χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς το Δημόσιο και ΦΚΑ που προβαίνουν σε ρύθμιση οφειλών τους προς χρηματοδοτικούς φορείς, γ) έκτακτη διαδικασία ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων (με δεσμευτική δύναμη για το σύνολο των πιστωτών),δ) έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης και ε) η σύσταση επιτροπής παρακολούθησης και συντονισμού της υλοποίησης των θεσπιζομένων μέτρων με στόχο την ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή τους. Η εφαρμογή των θεσπιζομένων μέτρων από τους χρηματοδοτικούς φορείς γίνεται εν όψει των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας που θέσπισε η Τράπεζα της Ελλάδος για τη ρύθμιση χρεών ιδιωτών και επιχειρήσεων (Β’ 2289/2014) σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις του ν. 4224/2013 (Α’ 288). Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και οφειλές εγγυημένες από το Ελληνικό Δημόσιο.2. Για τις ανάγκες του παρόντος νόμου:α. ως «μικρές επιχειρήσεις» νοούνται επιχειρήσεις που κατά την χρήση που έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2013 είχαν κύκλο εργασιών έως Ευρώ 2.500.000,β. ως «επαγγελματίες» νοούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αναπτύσσουν επαγγελματική δραστηριότητα, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει την εγγραφή του προσώπου σε ειδικό μητρώο, και που κατά την χρήση που έληξε την 31η Δεκεμβρίου 2013 είχαν κύκλο εργασιών μέχρι Ευρώ 2.500.000,γ. ως «επιλέξιμοι οφειλέτες» νοούνται μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες, που πληρούν σωρευτικώς τις ακόλουθες προϋποθέσεις και υποβάλουν αίτηση το αργότερο μέχρι 31 Μαρτίου 2015:1) δεν έχουν υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του Ν.3869/2010 (Α’ 130) ή έχουν εγκύρως παραιτηθεί από αυτήν μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως του παρόντος άρθρου2) δεν έχουν λυθεί ούτε παύσει τις εργασίες τους και, εφόσον έχουν πτωχευτική ικανότητα, δεν έχει υποβληθεί αίτηση υπαγωγής τους σε οποιαδήποτε από τις διαδικασίες του Πτωχευτικού Κώδικα (ν.3588/2007, Α’ 153) ή έχει υπάρξει έγκυρη παραίτηση από σχετική αίτηση μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως του παρόντος άρθρου, και 3) δεν έχουν καταδικαστεί οι ίδιοι οι επαγγελματίες ή οι φορείς της επιχείρησης και στην περίπτωση των νομικών προσώπων οι πρόεδροι, οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι διαχειριστές, οι εταίροι και κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διαχείριση αυτών με οριστική απόφαση για φοροδιαφυγή κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 (Α’ 179) ή για λαθρεμπορία ή για απάτη σε βάρος του Δημοσίου ή ΦΚΑ,δ. ως «συνοφειλέτης» νοείται κάθε πρόσωπο που ευθύνεται αλληλεγγύως εκ του νόμου ή ως αποτέλεσμα δικαιοπραξίας, για την εξόφληση μέρους ή του συνόλου των οφειλών οφειλέτη προς χρηματοδοτικό φορέα συμπεριλαμβανομένου και κάθε εγγυητή ως προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την εγγύηση, ε. ως «καθαρή περιουσιακή θέση» νοείται η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών του, μείον το σύνολο των υποχρεώσεων του οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών του. Εφόσον ο οφειλέτης και τυχόν συνοφειλέτης ή συνοφειλέτες ενέχονται για την ίδια απαίτηση, αυτή υπολογίζεται άπαξ. Από τον υπολογισμό των οφειλών εξαιρούνται οι οφειλές προς πρόεδρους, διευθύνοντες συμβούλους, διευθυντές, διαχειριστές, εταίρους, πρόσωπα εντεταλμένα είτε από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε βάσει δικαστικής απόφασης στην εκπροσώπηση και διαχείριση της επιχείρησης καθώς και τους συζύγους και τους συγγενείς αυτών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τρίτο βαθμό των ανωτέρω προσώπων ή του ιδίου του επαγγελματία. Επίσης εξαιρούνται οι οφειλές προς συνδεδεμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 42ε του ν. 2190/1920.στ. ως «χρηματοδοτικός φορέας» νοείται κάθε πιστωτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων και των υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και κάθε εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης και κάθε εταιρία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, εφόσον τελεί υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος.ζ. Ως «επιλέξιμες διαγραφές» νοούνται οι διαγραφές απαιτήσεων ως προς κεφάλαιο και τόκους κατά επιλέξιμων οφειλετών, εφόσον 1) τα πρόσωπα αυτά την 30η Ιουνίου 2014 είχαν προς χρηματοδοτικό φορέα οφειλή από επιχειρηματικό δάνειο σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών ή επίδικη ή ρυθμισμένη. καιi. δεν είχαν ενημερότητα λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση ή είχαν ενημερότητα λόγω ρύθμισης, ήii. δεν είχαν ασφαλιστική ενημερότητα λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών προς ΦΚΑ ή είχαν ενημερότητα λόγω ρύθμισης, και 2) οι διαγραφές αφορούν μία ή περισσότερες επιχειρηματικές πιστώσεις του χρηματοδοτικού φορέα προς τον οφειλέτη και συνολικά ανά επιλέξιμο οφειλέτη αυτές δεν υπερβαίνουν το ποσό των Ευρώ 500.000, οι οποίες ισούνται τουλάχιστον προς :i. το 50% των συνολικών απαιτήσεων του χρηματοδοτικού φορέα κατά του οφειλέτη, όπως αποτυπώνονται στα βιβλία του φορέα την ημερομηνία έγκρισης από τον χρηματοδοτικό φορέα της διαγραφής ή, εφόσον είναι μικρότερο, ii. το ποσό που απαιτείται έτσι ώστε μετά την διαγραφή το υπόλοιπο της απαίτησης του χρηματοδοτικού φορέα κατά του οφειλέτη να μην υπερβαίνει το 75% της καθαρής περιουσιακής θέσης του οφειλέτη και των συνοφειλετών του σύμφωνα με τη βεβαίωση της παραγράφου 2 του άρθρου 2 (λαμβανομένης υπόψη ως προς τον υπολογισμό της καθαρής θέσης και της διαγραφείσας απαίτησης του χρηματοδοτικού φορέα), και3. περιλαμβάνουν τον περιορισμό των απαιτήσεων του χρηματοδοτικού φορέα κατά των συνοφειλετών στο ίδιο ύψος με την απαίτησή του κατά του οφειλέτη, ενώ οι υφιστάμενες ασφάλειες διατηρούνται για την εξασφάλιση της απαίτησής του κατά του οφειλέτη όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την διαγραφή.ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟΆρθρο 2Ρύθμιση χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών1. Για την παροχή επιλέξιμης διαγραφής από χρηματοδοτικό φορέα απαιτείται η υποβολή αίτησης ρύθμισης των υποχρεώσεών του και βεβαίωση με το περιεχόμενο που προσδιορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. 2. Η βεβαίωση που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1:α. βεβαιώνει την συνδρομή των προϋποθέσεων που τον καθιστούν επιλέξιμο οφειλέτη,β. αποτυπώνει τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που απαιτούνται για τον προσδιορισμό της καθαρής περιουσιακής θέσης,γ. προσδιορίζει την τρέχουσα αξία των περιουσιακών στοιχείων. Ως αξία των δηλουμένων ακινήτων λαμβάνεται κατ’ ελάχιστον σε κάθε περίπτωση η αντικειμενική αξία ή οποιαδήποτε άλλη αξία που τίθεται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες φορολογικές διατάξεις, όπως αυτή που λαμβάνεται υπ’ όψιν για τον υπολογισμό του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ν. 4223/2013),δ. περιλαμβάνει πλήρη στοιχεία κάθε επιχείρησης με έναρξη λειτουργίας μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2010, την οποία ασκεί συγγενής πρώτου βαθμού ή σύζυγος του οφειλέτη (επί νομικών προσώπων ελέγχεται η σχέση με τον ομόρρυθμο εταίρο ή τον ελέγχοντα εταίρο, μεριδιούχο ή μέτοχο, κατά περίπτωση) ή ομόρρυθμος εταίρος ή ελέγχων εταίρος, ελέγχων μεριδιούχος ή ελέγχων μέτοχος ή συγγενής πρώτου βαθμού ή σύζυγος των παραπάνω προσώπων, καθώς και πλήρη στοιχεία ακινήτων που τυχόν μεταβιβάστηκαν από τον οφειλέτη ή τους συνοφειλέτες από την 1η Ιανουαρίου 2010 και εφεξής,ε. παρέχει άδεια για κοινοποίηση των δεδομένων του ( των περιλαμβανομένων την βεβαίωση όσο και άλλων δεδομένων του στην κατοχή του χρηματοδοτικού φορέα) στη Φορολογική Διοίκηση και τα ασφαλιστικά ταμεία, καιστ. υπογράφεται από τον οφειλέτη και κάθε τυχόν συνοφειλέτη.3. Η βεβαίωση αυτή επέχει τη θέση βεβαιωτικού όρκου, κατά την έννοια του άρθρου 861 του Κ.Πολ.Δ. Σε περίπτωση ψευδορκίας, επιβάλλεται η προβλεπόμενη ποινή και πρόσθετη χρηματική ποινή ίση προς το τριπλάσιο των συνολικών διαγραφών που έλαβε ο οφειλέτης από τον χρηματοδοτικό φορέα, τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ ως συνέπεια της επιλέξιμης ρύθμισης. 4. Ο χρηματοδοτικός φορέας παρέχει την αιτούμενη ρύθμιση ή / και διαγραφή κατά τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με κριτήρια το οποία επιλέγει για την αξιολόγηση της ικανότητας του αιτούμενου την ρύθμιση ή/και διαγραφή να αντεπεξέλθει στις ρυθμισθείσες υποχρεώσεις. Σε άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, ο χρηματοδοτικός φορέας μπορεί να παράσχει ρύθμιση ή / και διαγραφή υπό διαφορετικούς όρους από τους περιλαμβανόμενους στην αίτηση ή και να αρνηθεί συνολικά τη ρύθμιση ή / και διαγραφή. Σε περίπτωση διαγραφής πίστωσης που έχει εγγυηθεί το Ελληνικό Δημόσιο, περιορίζεται αναλογικά και η παρασχεθείσα εγγύηση. 5. Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προσκομίσει στη Φορολογική Διοίκηση ή/και στους ΦΚΑ βεβαίωση χρηματοδοτικού φορέα ότι έχει υπαχθεί σε ρύθμιση κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου, δικαιούται να υπαχθεί στο πρόγραμμα εξυπηρέτησης της ληξιπρόθεσμης οφειλής του στη Φορολογική Διοίκηση ή/και στους ΦΚΑ, που προβλέπεται στα άρθρα 51 και 54 του ν. 4305/2014 (Α’ 237), μέχρι 100 μηνιαίες δόσεις, λαμβάνοντας πρόσθετη διαγραφή προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 20%, πέραν των προβλεπομένων στα ανωτέρω άρθρα, ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων. Τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις οφειλετών που κατά το χρόνο προσκόμισης της βεβαίωσης του χρηματοδοτικού φορέα έχουν ήδη υπαχθεί στη ρύθμιση των άρθρων 51 και 54 του ν. 4305/2014 και τηρούν τις υποχρεώσεις που αυτή συνεπάγεται. Η εφαρμογή του παρόντος σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, επιστροφή ήδη καταβληθέντων χρηματικών ποσών προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ, λόγω της μείωσης προσαυξήσεων και προστίμων. 6. Η μη προσήκουσα εκπλήρωση από τον οφειλέτη των όρων ρύθμισης, σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τα άρθρα 51 και 54 του ν. 4305/2014 για χρονικό διάστημα αθροιστικά μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών ως προς οποιαδήποτε από τις ρυθμισθείσες υποχρεώσεις, προκαλεί αυτοδικαίως την αναβίωση των ρυθμισθεισών υποχρεώσεών του σύμφωνα με τους όρους του παρόντος άρθρου και την αναδρομική αναβίωση του συνόλου των προς όλους διαγραφεισών υποχρεώσεων, προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής, τα οποία καθίστανται στο σύνολό τους άμεσα απαιτητά και ληξιπρόθεσμα. Οι διατάξεις των άρθρων 51 και 54 του ν. 4305/2014, εφαρμόζονται συμπληρωματικά και για τις ρυθμιζόμενες κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ.. Σε περίπτωση αναβίωσης οφειλών εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο, αυτό ευθύνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις οικείες υπουργικές αποφάσεις βάση των οποίων είχε χορηγηθεί η εγγύηση του.7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ορίζεται η ειδικότερη μορφή και το περιεχόμενο της αίτησης της παραγράφου 1 και της βεβαίωσης της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, της βεβαίωσης της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, καθώς και το περιεχόμενο και η διαδικασία ενημέρωσης και ανταλλαγής πληροφοριών ως προς οφειλέτες που έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση απαιτήσεων προς χρηματοδοτικούς φορείς, Φορολογική Διοίκηση και ΦΚΑ, των οποίων οι απαιτήσεις ρυθμίζονται σύμφωνα με το παρόν, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά την υλοποίηση των διατάξεων του παρόντος άρθρου.8. Τα φορολογικά ευεργετήματα του άρθρου 19 του παρόντος νόμου παρέχονται αποκλειστικά σε χρηματοδοτικούς φορείς που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα, έχουν παράσχει επιχειρηματικά δάνεια στην Ελλάδα και παρέχουν επιλέξιμες διαγραφές. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟΈκτακτη διαδικασία ρύθμισης υποχρεώσεων εμπόρων (με δεσμευτική δύναμη για το σύνολο των πιστωτών) Άρθρο 3Υπαγωγή στην έκτακτη διαδικασία ρύθμισης υποχρεώσεων εμπόρων (με δεσμευτική δύναμη για το σύνολο των πιστωτών)1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007), το οποίο έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των οφειλετών του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, δύναται να αιτείται τη ρύθμιση των υποχρεώσεών του κατά το παρόν άρθρο, εφόσον στη ρύθμιση αυτή συναινούν πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον 50,1% του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται τουλάχιστον 50,1% των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με άλλης μορφής εξασφαλιστική συμφωνία την 30η Ιουνίου 2014 ως προς περιουσιακό στοιχείο, ήτοι ενέχυρο απαίτησης, εξασφαλιστική εκχώρηση απαίτησης, πλασματικό ενέχυρο ή προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον δύο χρηματοδοτικών φορέων, των οποίων οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον ποσοστό 20% των συνολικών του υποχρεώσεων (όπως αυτές προσδιορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου).2. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να αιτούνται την υπαγωγή στις διαδικασίες του παρόντος νόμου μέχρι τις 31.3.2016.3. Η συναίνεση των πιστωτών κατά την παρ. 1 αποτυπώνεται σε συμφωνία ρύθμισης, η οποία υποβάλλεται μαζί με την αίτηση του οφειλέτη. H συμφωνία ρύθμισης δύναται να προβλέπει μέτρα για την αναδιάρθρωση του δανεισμού, όπως μείωση απαιτήσεων, παράταση του χρόνου αποπληρωμής αυτών, μετοχοποίηση των απαιτήσεων ή κάθε άλλο πρόσφορο μέσο. Σε περίπτωση που η συμφωνία περιλαμβάνει αναδιάρθρωση ή μείωση πίστωσης που έχει εγγυηθεί το Ελληνικό Δημόσιο περιορίζεται αναλογικά και η παρασχεθείσα εγγύηση Δεν επιτρέπεται η με οποιοδήποτε τρόπο η πρόβλεψη στην συμφωνία μείωσης ή αναδιάρθρωσης των απαιτήσεων πιστωτών που ρυθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 περ. γ ή το άρθρο 5 παράγραφος 2, και εφόσον κατά παράβαση των ανωτέρω υφίσταται παρόμοια πρόβλεψη δεν παράγει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα.4. Για τις ανάγκες του παρόντος ως πιστωτές νοούνται τα πρόσωπα των οποίων οι απαιτήσεις κατά του οφειλέτη περιλαμβάνονται στην αποτύπωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη κατά την έννοια του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (π.δ. 1123/1980) ή σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, προκειμένου για επιχειρήσεις που καταρτίζουν οικονομικές καταστάσεις τους, υποχρεωτικά ή προαιρετικά, σύμφωνα με αυτά, ενώ περιλαμβάνονται επίσης οι απαιτήσεις από χρηματοδοτικές μισθώσεις που οφείλονται συμβατικά από τον χρόνο αναφοράς της παραγράφου 5 μέχρι την συμβατική ημερομηνία λήξης των συμβάσεων εφόσον σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες λογιστικές αρχές δεν αποτυπώνονται στις πιο πάνω οικονομικές καταστάσεις. Κοινοπρακτούντες και ομολογιούχοι πιστωτές συμμετέχουν στον σχηματισμό του ποσοστού συναίνεσης σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας. Για το σχηματισμό των ποσοστών δεν συνυπολογίζονται οι πιστωτές των οποίων η απαίτηση ρυθμίζεται αυτομάτως με την αποδοχή της αίτησης βάσει του άρθρου 5 παρ. 3 και οι πιστωτές που είναι πρόεδροι, διευθύνοντες σύμβουλοι, διευθυντές, διαχειριστές, εταίροι, πρόσωπα εντεταλμένα είτε από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε βάσει δικαστικής απόφασης στην εκπροσώπηση και διαχείριση της επιχείρησης καθώς και σύζυγοι και συγγενείς αυτών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τρίτο βαθμό των ανωτέρω προσώπων ή του ιδίου του οφειλέτη καθώς και πρόσωπα συνδεδεμένα με τον οφειλέτη κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920. Ο υπολογισμός του ποσοστού των συναινούντων πιστωτών γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που συντάσσεται από κάτοχο άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α’ ή Β’ Τάξεως του Ν. 2515/1997 ή ορκωτό ελεγκτή, επισυνάπτεται στη συμφωνία ρύθμισης, με ποινή απαραδέκτου, αναφέρεται σε ημερομηνία που δεν απέχει χρονικά προθεσμίας μεγαλύτερης των τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης της παραγράφου 1 στο δικαστήριο και περιλαμβάνει βεβαίωση του συντάκτη ότι συντρέχει η προϋπόθεση της πλειοψηφίας της παρ. 1.5. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την έδρα του, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο. Για τη συζήτηση της αίτησης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της. Στην περίπτωση νομικών προσώπων, η αίτηση υποβάλλεται από το όργανο διοίκησης ή τον εξουσιοδοτημένο από αυτό εκπρόσωπο τους. Ο αρμόδιος δικαστής δύναται να διατάσσει κατά το άρθρο 748 παράγραφος 3 Κ.Πολ.Δ. την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσμία της κλήτευσης, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών καθώς και την καταχώρηση της στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.). Η άσκηση παρέμβασης από τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου και οποιοδήποτε άλλο πιστωτή γίνεται με κατάθεση προτάσεων στο ακροατήριο και χωρίς την τήρηση προδικασίας κατά την ορισθείσα δικάσιμο. Η άσκηση παρέμβασης με κατάθεση δικογράφου σε διαφορετική δικάσιμο δεν αποτελεί λόγο αναβολής της συζήτησης της αίτησης κατά την προσδιορισθείσα δικάσιμο. 6. Η υποβολή της αίτησης έχει ως συνέπεια την αναστολή τυχόν εκκρεμουσών αιτήσεων υπαγωγής σε καθεστώς εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 100 του Πτωχευτικού Κώδικα, ή εκκρεμουσών αιτήσεων ειδικής εκκαθάρισης ή κήρυξης πτώχευσης, εφαρμοζόμενων αναλόγως των διατάξεων των παρ. 6 και 8 του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα.7. Κατόπιν αιτήσεως οιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορούν να διατάζονται από τον πρόεδρο του αρμόδιου δικαστηρίου τα μέτρα του άρθρου 10 του Πτωχευτικού Κώδικα κατ’ αναλογική του εφαρμογή. Η μεγίστη διάρκεια ισχύος των προληπτικών μέτρων είναι έξι (6) μήνες από την υποβολή της αίτησης. Η αναστολή επάγεται αυτοδικαίως την αναστολή για τις ίδιες απαιτήσεις και έναντι τυχόν συνοφειλετών καθώς και την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών. Άρθρο 4 Απόφαση του δικαστηρίου1. Το δικαστήριο αποδέχεται την αίτηση και ρυθμίζει τις υποχρεώσεις του οφειλέτη σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην συνυποβληθείσα με την αίτηση συμφωνία ρύθμισης, εάν οι συμβαλλόμενοι πιστωτές στη συμφωνία ρύθμισης εκπροσωπούν το απαιτούμενο είδος και ποσοστό απαιτήσεων, κατά το άρθρο 3. .2. Το δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση που κρίνει ότι δεν έχουν προσκομιστεί όλα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν το βάσιμο της αίτησης, αντί της απόρριψης της αίτησης, δύναται να τάξει προθεσμία για την προσκομιδή εγγράφων ή την παροχή διευκρινίσεων. 3. Η απόφαση επί της αιτήσεως εκδίδεται εντός μηνός από τη συζήτηση.4. Η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει την αίτηση δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), με επιμέλεια του οφειλέτη ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον.5. Τριτανακοπή κατά της επικυρωτικής απόφασης δύναται να ασκηθεί εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευσή της απόφασης, κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου από πρόσωπο το οποίο δεν παρέστη στη συζήτηση λόγω του ότι δεν είχε κλητευθεί ή δεν είχε κλητευθεί νομίμως. 6. Το δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμφωνία μόνο εάν ο επανυπολογισμός του είδους και του ύψους των απαιτήσεων των συναινούντων πιστωτών ανατρέπει την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 3 ή εφόσον δεν έχουν συμπεριληφθεί απαιτήσεις του τριτανακόπτοντα, οι οποίες λαμβανόμενες υπόψη έχουν ως συνέπεια να μην συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 . 7. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση του οφειλέτη επιτρέπεται έφεση. Η έφεση ασκείται εντός τριάντα (30) ημερών από την δημοσίευση της απόφασης, για τη δε συζήτησή της ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την άσκηση της έφεσης.8. Για διάστημα δώδεκα 12 μηνών από τη δημοσίευση απόφασης αποδοχής ή απόρριψης αίτησης του άρθρου 3 του παρόντος δεν επιτρέπεται υποβολή αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξυγίανσης ή άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατά τα άρθρα 100 και 106β του Πτωχευτικού Κώδικα, αντιστοίχως.Άρθρο 5 Αποτελέσματα της αποδοχής της αίτησης 1. Η αποδοχή της αίτησης του άρθρου 3 από το δικαστήριο επιφέρει τα ακόλουθα αποτελέσματα αποκλειστικά για τις ρυθμιζόμενες απαιτήσεις: α. εφόσον το προβλέπει η συμφωνία ρύθμισης, δύνανται να αναστέλλονται οι ατομικές και συλλογικές διώξεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη και τυχόν συνοφειλετών για ορισμένο διάστημα, έως τριών μηνών, από την δημοσίευση της απόφασης περί αποδοχή της αίτησης. Στην περίπτωση αυτή, για την ίδια διάρκεια, αναστέλλεται η παραγραφή των απαιτήσεων των συμβαλλόμενων πιστωτών κατά των εγγυητών και τυχόν συνοφειλετών του για την άσκηση διαδικαστικών πράξεων,β. αναστέλλεται, για περίοδο δώδεκα (12) μηνών από την δημοσίευση της απόφασης που αποδέχεται την αίτηση, η λήψη κάθε μέτρου συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης της κήρυξης πτώχευσης, σε βάρος του οφειλέτη, και γ. εξοφλείται το οφειλόμενο στους εργαζόμενους χρέος του εδαφίου (γ) του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα σε 12 ισόποσες άτοκες μηνιαίες δόσεις.2. Οφειλέτης του οποίου οι υποχρεώσεις έχουν ρυθμισθεί βάσει συμφωνίας επικυρωμένης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, δικαιούται να υπαχθεί στο πρόγραμμα εξυπηρέτησης της ληξιπρόθεσμης οφειλής του στη Φορολογική Διοίκηση ή/και στα ασφαλιστικά ταμεία, που προβλέπεται στα άρθρα 51 και 54 του ν. 4305/2014, μέχρι 100 μηνιαίες δόσεις, λαμβάνοντας πρόσθετη διαγραφή προσαυξήσεων τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής ύψους 20%, σε σχέση με το προβλεπόμενα στα ανωτέρω άρθρα, ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων. Τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις οφειλετών που κατά το χρόνο δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης έχουν ήδη υπαχθεί στη ρύθμιση των άρθρων 51 και 54 του ν. 4305/2014 και τηρούν τις υποχρεώσεις που αυτή συνεπάγεται. Η εφαρμογή του παρόντος σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, επιστροφή ήδη καταβληθέντων χρηματικών ποσών προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ, λόγω της μείωσης προσαυξήσεων. Για τη ρύθμιση αναγκαία προϋπόθεση αποτελεί οι ίδιοι οι έμποροι και στην περίπτωση των νομικών προσώπων οι πρόεδροι, οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι διαχειριστές, οι εταίροι και κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διαχείριση των υποθέσεων του νομικού προσώπου να μην έχουν καταδικαστεί με οριστική απόφαση για φοροδιαφυγή κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 ή για λαθρεμπορία ή για απάτη σε βάρος του Δημοσίου ή ΦΚΑ.3. Σε περίπτωση που λόγω του ύψους της οφειλής ο οφειλέτης αποκλείεται από τη ρύθμιση των οφειλών του προς τη Φορολογική Διοίκηση ή Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 51 ή 54, κατά περίπτωση, του ν. 4305/2014, τότε εφόσον οι υποχρεώσεις του έχουν ρυθμισθεί βάσει συμφωνίας επικυρωμένης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, δικαιούται να αιτηθεί από την Φορολογική Διοίκηση ή Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, κατά περίπτωση, την διαγραφή ποσοστού 40% επί των προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής που τον βαρύνουν και στην τμηματική εξόφληση του υπολοίπου της οφειλής του σε 100 μηνιαίες δόσεις. Η αίτηση γίνεται δεκτή εκτός εάν εκδοθεί αντίθετη αιτιολογημένη απόφαση από τη Φορολογική Διοίκηση ή τον ΦΚΑ εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της αίτησης. Νόμιμη αιτιολογία απόρριψης μπορεί να είναι η η ύπαρξη άμεσα ρευστοποιήσιμων εξασφαλιστικών στοιχείων ή επαρκών εγγυήσεων ή η προφανής διακριτική μεταχείριση μετόχων, πιστωτών, συνοφειλετών.4. Η απόφαση που αποδέχεται την αίτηση του οφειλέτη αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τις αναλαμβανόμενες με αυτήν υποχρεώσεις. 5. Οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά των συνοφειλετών του οφειλέτη, περιορίζονται στο ίδιο ποσό με την απαίτηση τους κατά του οφειλέτη όπως αυτή διαμορφώνεται με τη συμφωνία ρύθμισης, ενώ οι υφιστάμενες ασφάλειες διατηρούνται για την εξασφάλιση της απαίτησής τους, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την συμφωνία ρύθμισης. Σε περίπτωση ικανοποίησης πιστωτή από συνοφειλέτη, ο οφειλέτης ευθύνεται έναντι αυτού, εάν συντρέχει δικαίωμα αναγωγής, με τον ίδιο τρόπο που ευθύνεται κατά τη συμφωνία ρύθμισης έναντι του πιστωτή που ικανοποιήθηκε από αυτόν. 6. Τα δικαιώματα των ενέγγυων πιστωτών διατηρούνται υπέρ της απαίτησής τους, όπως αυτή διαμορφώνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.7. Η παράβαση από τον οφειλέτη όρου της συμφωνίας ρύθμισης, συμπεριλαμβανομένης και της μη καταβολής για διάστημα αθροιστικά τριών (3) μηνών δόσεων οφειλόμενων προς την Φορολογική Διοίκηση ή ΦΚΑ κατά τα άρθρα 51 και 54 του ν. 4305/2014, ή σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, παρέχει σε κάθε άλλο πιστωτή του οποίου οι απαιτήσεις ρυθμίζονται συναινετικά ή μη από τη συμφωνία ρύθμισης το δικαίωμα καταγγελίας της ενώ αναβιώνουν οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη ως προς τις διαγραφείσες οφειλές και καθίστανται αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμες και απαιτητές όλες οι ρυθμισθείσες οφειλές όπως έχουν διαμορφωθεί μετά την αναβίωσή τους. Σε περίπτωση αναβίωσης οφειλών εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο, αυτό ευθύνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις οικείες υπουργικές αποφάσεις βάσει των οποίων είχε χορηγηθεί η εγγύησή του. Η καταγγελία από τον χρόνο καταγγελίας της συμφωνίας ρύθμισης συνεπάγεται την αυτοδίκαιη ανατροπή των συνεπειών της επικύρωσης της συμφωνίας ρύθμισης. Η παρούσα διάταξη δεν επηρεάζει τις συνέπειες μη τήρησης των όρων ρύθμισης, προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ, που συνεπάγεται την αναδρομική αναβίωση του συνόλου των διαγραφεισών προσαυξήσεων, τόκων και προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής, τα οποία καθίστανται στο σύνολό τους άμεσα απαιτητά και ληξιπρόθεσμα.8. Οι διατάξεις των άρθρων 51 και 54 του ν. 4305/2014, εφαρμόζονται συμπληρωματικά και για τις ρυθμιζόμενες κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΦΚΑ.9. Εξαιρούνται της πτωχευτικής ανάκλησης, κατά την έννοια των άρθρων 41 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, πράξεις που έλαβαν χώρα σε εκπλήρωση της συμφωνίας ρύθμισης του άρθρου 5 παρ. 3 του παρόντος νόμου.Άρθρο 6 Χρηματοδότηση της επιχείρησηςΧρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών προς τον οφειλέτη, οι οποίες διενεργούνται για διάστημα ενός έτους από τη δημοσίευση της απόφασης του άρθρου 4, καταλαμβάνονται από το προνόμιο του άρθρου 154 περ. α΄ του Πτωχευτικού Κώδικα. Το προνόμιο του παρόντος άρθρου δεν καταλαμβάνει χρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών από ιδιοκτήτες, εταίρους ή μετόχους, πρόεδρους, διευθύνοντες συμβούλους, διευθυντές, διαχειριστές, πρόσωπα εντεταλμένα είτε από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε βάσει δικαστικής απόφασης στην εκπροσώπηση και διαχείριση της επιχείρησης καθώς και τους συζύγους και τους συγγενείς αυτών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τον τρίτο βαθμό των ανωτέρω προσώπων ή του ιδίου του εμπόρου καθώς και από συνδεδεμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 42ε του ν. 2190/1920. Επίσης δεν καταλαμβάνει εισφορές στο πλαίσιο αύξησης κεφαλαίου, καθώς και δικηγορικές αμοιβές για κατ’ αποκοπή χειρισμό υπόθεσης, καθ’ υπέρβαση του ποσού αμοιβής που προκύπτει για την αντίστοιχη υπηρεσία σύμφωνα με το Παράρτημα Ι του Κώδικα Δικηγόρων (ν.4194/2013 – Α΄208) και των σχετικών δαπανών-εξόδων στα οποία υποβάλλεται ο δικηγόρος. Το προνόμιο καταλαμβάνει χρηματοδοτήσεις ή εισφορές μέχρις ορίου που προσδιορίζεται στην υποβληθείσα συμφωνία ρύθμισης, εφόσον προσδιορίζεται τέτοιο όριο. Άρθρο 7 Δικαίωμα αποζημίωσης πιστωτώνΠιστωτές, οι οποίοι δεν έχουν συνυπογράψει τη συμφωνία του άρθρου 3 παρ. 3 του παρόντος κεφαλαίου και των οποίων οι απαιτήσεις έχουν περιοριστεί κατά την ονομαστική τους αξία, δικαιούνται να λάβουν αποζημίωση από τον οφειλέτη για την προκληθείσα σε αυτούς ζημία, εφόσον αποδεικνύουν ότι εξ αιτίας της εφαρμογής της συμφωνίας η αξία της απαίτησής τους μειώθηκε πέραν του ποσού που ευλόγως θα ανακτούσαν (α) μέσω της θέσης της επιχείρησης σε πτωχευτική ρευστοποίηση κατά τον αυτό χρόνο ή (β) μέσω της ρευστοποίησης των εξασφαλίσεών τους ή γ) εάν η απαίτησή τους είχε δυσμενέστερη μεταχείριση από απαίτηση πιστωτή που βρίσκεται στην ίδια θέση, χωρίς να συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος διακριτικής μεταχείρισης. Σε κάθε περίπτωση, η υποβολή αποζημιωτικής αγωγής αλλά και η αποδοχή της κατά τα ανωτέρω δεν επηρεάζει την εφαρμογή της συμφωνίας ρύθμισης. Σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής ευθύνονται αλληλεγγύως για την αποζημίωση του ενάγοντα πιστωτή οι τυχόν συνοφειλέτες, κατά το μέρος της ευθύνης τους, εξαιρουμένου του Ελληνικού Δημοσίου ως εγγυητή, ενώ ευθύνονται συμμέτρως προς τις ρυθμισμένες απαιτήσεις τους σύμφωνα με αίτηση του άρθρου 3 παρ.1 του παρόντος κεφαλαίου, οι συνυπογράφοντες τη συμφωνία πιστωτές. Η αποζημιωτική αγωγή ασκείται εντός δύο (2) μηνών από την δημοσίευση της απόφασης που δέχεται την αίτηση κατά την παρ. 4 του άρθρου 4 του παρόντος. Άρθρο 8Περιορισμός αμοιβώνΟι πράξεις κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας ρύθμισης απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα Δημοσίου ή τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των τελών χαρτοσήμου, εξαιρουμένου του ΦΠΑ. Ως προς τις αμοιβές για τις αυτές πράξεις ή συμβάσεις εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 134 του Πτωχευτικού Κώδικα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης Άρθρο 9 Αίτηση υπαγωγής στην έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης 1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, το οποίο έχει την έδρα του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε γενική και μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων, δύναται να υπάγεται στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση κεφαλαιουχικών εταιριών, αυτές μπορούν να υπάγονται στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης του παρόντος άρθρου και εφόσον συντρέχει ως προς αυτές για δύο συνεχόμενες χρήσεις λόγος λύσης κατά το άρθρο 48 παρ. 1 κ.ν. 2190/1920 (αναλογικά εφαρμοζομένου στις λοιπές μορφές κεφαλαιουχικών εταιριών).2. Η αίτηση υποβάλλεται από πιστωτή ή πιστωτές του οφειλέτη, στους οποίους περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας χρηματοδοτικός φορέας, οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το 40% του συνόλου των απαιτήσεων σε βάρος του οφειλέτη. 3. Για τις ανάγκες του παρόντος ως πιστωτές νοούνται όσοι έχουν απαιτήσεις κατά του οφειλέτη κατά την έννοια του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (π. δ. 1123/1980) ή σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, προκειμένου για επιχειρήσεις που καταρτίζουν οικονομικές καταστάσεις, υποχρεωτικά ή προαιρετικά σύμφωνα με αυτά, ενώ περιλαμβάνονται επίσης οι απαιτήσεις από χρηματοδοτικές μισθώσεις που οφείλονται συμβατικά από τον ως άνω χρόνο αναφοράς μέχρι την συμβατική ημερομηνία λήξης των συμβάσεων εφόσον σύμφωνα με τις εφαρμοζόμενες λογιστικές αρχές δεν αποτυπώνονται στις πιο πάνω οικονομικές καταστάσεις. 4. Ο υπολογισμός του ποσοστού των αιτούντων πιστωτών για τις ανάγκες της παραγράφου 2 γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που συντάσσεται από κάτοχο άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α’ ή Β’ Τάξεως του Ν. 2515/1997 ή ορκωτό ελεγκτή, βασίζεται στις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις ή / και τα βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη ή /και των αιτούντων πιστωτών και αποτυπώνεται σε βεβαίωση του συντάκτη ότι συντρέχει η προϋπόθεση της πλειοψηφίας της παραγράφου 2. Η βεβαίωση αυτή επισυνάπτεται στην αίτηση της παραγράφου 1 με ποινή απαραδέκτου και αναφέρεται σε ημερομηνία που δεν απέχει χρονικά περισσότερο από τρείς μήνες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης της ίδιας ως άνω παραγράφου στο δικαστήριο. Κοινοπρακτούντες και ομολογιούχοι πιστωτές συμμετέχουν στον σχηματισμό του ποσοστού της παραγράφου 2 σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας. 5. Για το παραδεκτό της αίτησης απαιτείται η ταυτόχρονη κατάθεση δήλωσης του προτεινομένου ως ειδικού διαχειριστή (φυσικού ή νομικού προσώπου) περί αποδοχής του σχετικού έργου. Άρθρο 10 Ορισμός Ειδικού Διαχειριστή 1. Ως ειδικός διαχειριστής ορίζεται νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο, όπως ορίζονται στο ν. 3693/2008 (Α΄ 174) ή δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή δικηγορική εταιρία στην οποία συμμετέχει δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις. Αν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, ως ειδικός διαχειριστής δύναται να ορίζεται και ελεγκτής πτυχιούχος ανωτάτης σχολής, που είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και κάτοχος άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α΄ τάξεως του ν. 2515/1997 (Α΄ 154). Ειδικός διαχειριστής μπορεί να ορισθεί και σύμπραξη προσώπων εφόσον συμμετέχει σε αυτή νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο ή δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή δικηγορική εταιρία στην οποία συμμετέχει δικηγόρος με οικονομoτεχνικές γνώσεις. 2. Ως προς τον ειδικό διαχειριστή ισχύει το άρθρο 106ι παρ. 1 του Πτωχευτικού Κώδικα.3. Η διαδικασία και το λειτούργημα του ειδικού διαχειριστή παύουν εντός δώδεκα (12) μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης του άρθρου 11, ανεξαρτήτως της αντικατάστασης του ειδικού διαχειριστή κατά το επόμενο εδάφιο, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στο παρόν. Αν συντρέχει σπουδαίος λόγος ή ο ειδικός διαχειριστής παραιτηθεί, μπορεί ο τελευταίος να αντικαθίσταται κατόπιν αίτησης όποιου έχει έννομο συμφέρον προς το δικαστήριο άρθρου 11 του παρόντος, που δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η αμοιβή του ειδικού διαχειριστή συμφωνείται μεταξύ του ειδικού διαχειριστή και των αιτούντων πιστωτών και καταβάλλεται από αυτούς, εφαρμοζομένου του προνομίου του άρθρου 154 περ. α του Πτωχευτικού Κώδικα. 4. Ο ειδικός διαχειριστής ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια. Ο ειδικός διαχειριστής και, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, οι εκπρόσωποί του, δεν προσωποκρατούνται ούτε υπέχουν οποιαδήποτε αστική, ποινική ή άλλη ευθύνη για χρέη της υπό ειδική διαχείριση εταιρίας, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους και τον χρόνο στον οποίο ανάγονται. Το λειτούργημα του ειδικού διαχειριστή δεν συνιστά ελεγκτική εργασία. Άρθρο 11 Εκδίκαση της αίτησης 1. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την έδρα του, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.2. Για τη συζήτηση της αίτησης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της. Στη περίπτωση νομικών προσώπων εφαρμόζεται το άρθρο 96 παρ. 2 του Πτωχευτικού Κώδικα. Ο αρμόδιος δικαστής δύναται κατ?