Μονόδρομος οι περικοπές για τη ΔΕΗ

Αντιμέτωπη με δύσκολες αποφάσεις η επιχείρηση, για την αποφυγή της στάσης πληρωμών - Πλάνο για εθελουσία, αύξηση τιμολογίων και μείωση του μισθολογικού κόστους

Μονόδρομος οι περικοπές για τη ΔΕΗ

Αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο χρεοκοπίας, σύμφωνα με τη ΜcKinsey, βρίσκεται η ΔΕΗ, με βάση τη σημερινή οικονομική της κατάσταση, μια εταιρεία που αποτελεί εθνικό κεφάλαιο, τον ακρογωνιαίο λίθο του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας, τη βασικότερη συνιστώσα της αγοράς ενέργειας, και περιμένει το φιλί της ζωής από τις τράπεζες για να αποφύγει τη στάση πληρωμών.

Της ΜΑΡΙΝΑΣ ΠΡΩΤΟΝΟΤΑΡΙΟΥ
Η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα των κυβερνητικών πολιτικών της τελευταίας τριετίας, του λαϊκισμού, των παλινδρομήσεων, των ιδεολογικών εμμονών διατήρησης του δημόσιου ελέγχου, ακόμα και εις βάρος της αξίας της εταιρείας, και της χρησιμοποίησής της ως μέσου για πάσης φύσεως οικονομικά συμφέροντα και πελατειακές εξυπηρετήσεις. Κυβερνητικές αποφάσεις, όπως η μερική πώληση του ΑΔΜΗΕ, η πώληση του 40% του λιγνιτικού δυναμικού, ακόμα και σε οποιαδήποτε τιμή, η χωρίς αντάλλαγμα δέσμευση απώλειας 50% του μεριδίου αγοράς της τα επόμενα χρόνια, αλλά και η διόγκωση των ληξιπροθέσμων απαξίωσαν την εταιρεία, ζημιώνοντάς την κατά 4,1 δισ. ευρώ.
Στη δύσκολη αυτή συγκυρία, η διοίκηση της ΔΕΗ πρέπει το επόμενο δίμηνο να λάβει κρίσιμες αποφάσεις, αν θέλει να τη μεταμορφώσει από μια εταιρεία σε κρίση σε μια εταιρεία που θα κερδίζει την εμπιστοσύνη των αγορών και των επενδυτών. Και επειδή η διάσωσή της θα συνεπάγεται μέτρα που θα προκαλέσουν πολιτικούς τριγμούς, το ερώτημα είναι αν θα «της επιτρέψει» η κυβέρνηση να τα πάρει, με δεδομένο το πολιτικό τους κόστος έναν χρόνο πριν από τις εκλογές και όταν για την κυβέρνηση αποτελεί προτεραιότητα η διατήρηση «του δημόσιου χαρακτήρα», δηλαδή να παραμείνει το υπουργείο το κέντρο των σημαντικών αποφάσεων για την εισηγμένη.

Λιγνιτικά
Την περίοδο αυτή, η εταιρεία αλλάζει εξολοκλήρου, με την πώληση του 40% των λιγνιτικών της μονάδων, ενώ κρίνεται η σύμβαση αναχρηματοδότησης με τις τράπεζες και το νέο επιχειρηματικό της σχέδιο, για να βγει στις αγορές με ομόλογο μέσα στο καλοκαίρι, ευνοημένη από ένα ιδιαίτερα θετικό πρώτο τρίμηνο. Οι νέες αποφάσεις στις οποίες θα στηριχθεί το μέλλον της ΔΕΗ θα παρουσιαστούν πλήρως τον επόμενο μήνα και, σύμφωνα με πληροφορίες, βασίζονται στην πλήρη μελέτη της ΜcKinsey -που προσελήφθη από τη ΔΕΗ για να καταρτίσει το νέο της πενταετές business plan (2018-2022). Σύμφωνα με τη ΔΕΗ, το εν λόγω σχέδιο περιλαμβάνει πολλά επιπλέον σημεία από αυτά που μέχρι σήμερα ήρθαν στη δημοσιότητα, όπως την υπόδειξη για εθελουσία και για αύξηση των τιμολογίων. Για παράδειγμα, στους στόχους της διοίκησης είναι η μείωση του μισθολογικού κόστους και γι’ αυτό έχει ζητήσει μείωση μισθών 7% στη νέα συλλογική σύμβαση, κάτι, όμως, στο οποίο η ΓΕΝΟΠ δεν συμφωνεί.
Οπως αναφέρουν πληροφορίες, στο νέο επιχειρηματικό σχέδιό της η ΔΕΗ προσανατολίζεται στη νέα τάση που επικρατεί στην Ευρώπη και παγκοσμίως, τις ΑΠΕ, με στόχο να 15πλασιάσει την εγκατεστημένη ισχύ της σε ΑΠΕ μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, κάτι που θα αλλάξει εκ βάθρων τη λειτουργία της. Στους στόχους της διοίκησης είναι επίσης η σημαντική μείωση των λειτουργικών δαπανών της, οι βαθιές αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία της Επιχείρησης, η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με τις τράπεζες για την αναχρηματοδότηση του κοινοπρακτικού δανείου ύψους 1,3 δισ. ευρώ και αμέσως μετά, εφόσον έχουν λυθεί τα δομικά προβλήματά της, η αναχρηματοδότηση και η πορεία προς το μέλλον, καθώς η ΔΕΗ σχεδιάζει να βγει στις αγορές με ένα ομόλογο για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή της. Στα θετικά για την Επιχείρηση προσμετράται η καλή συγκυρία του πρώτου τριμήνου, κατά το οποίο η μεγάλη βροχόπτωση αύξησε τον όγκο των υδάτων και τη συμμετοχή των υδροηλεκτρικών, δημιουργώντας ιδιαίτερα θετική εικόνα στα κέρδη αυτής της περιόδου.
Αυτό το δεδομένο θα ενισχύσει την εταιρεία ενόψει του μεγάλου στοιχήματος να βγει στις αγορές. Η τελευταία φορά που η ΔΕΗ βγήκε στις αγορές ήταν στις 30 Απριλίου 2014, όταν και είχε καταφέρει να αντλήσει 700 εκατ. ευρώ, με επιτόκια 4,5% και 5,5%, επίπεδα δυσεύρετα για την εποχή, γι’ αυτό και προσείλκυσαν τόσο μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον. Σήμερα, με βάση την τελευταία της αξιολόγηση (η S&P τη βαθμολόγησε με CCC-), δεν μπορεί να βγει στις αγορές, αλλά η διοίκηση της εταιρείας ευελπιστεί σε μια αναβάθμιση, που θα έρθει μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας με τις τράπεζες... Υπενθυμίζεται ότι η υποβάθμιση της S&P βασίστηκε στο ότι η ικανότητα της ΔΕΗ να λειτουργεί εξαρτάται από την άμεση, επιτυχή αναχρηματοδότηση των βραχυπρόθεσμων δανειακών υποχρεώσεών της. Και τόνισε ότι, σε περίπτωση που οι τράπεζες συμφωνήσουν για αναχρηματοδότηση χωρίς την κατάλληλη πρόβλεψη για αποπληρωμή σε μια παρατεταμένη περίοδο, ο οίκος θα θεωρήσει τη συμφωνία ως de facto αναδιάρθρωση, η οποία βάσει των κριτηρίων του είναι ισοδύναμη με στάση πληρωμών. Δηλαδή, είναι μεγάλη πρόκληση η «Σταχτοπούτα» να μεταμορφωθεί σε… πριγκίπισσα.

ΤΙ ΖΗΤΟΥΝ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Η πώληση του 40% του λιγνιτικού δυναμικού της ΔΕΗ δημιουργεί νέα δεδομένα, στα οποία η εταιρεία πρέπει να ανταποκριθεί όχι μόνο στρατηγικά, αλλά και οικονομικά. Οι τράπεζες, με βάση τα νέα δεδομένα, ζητούν πρόσθετες εξασφαλίσεις για να αναχρηματοδοτήσουν το μεγάλο δάνειο των 1,3 δισ. ευρώ, που λήγει το 2019, και το ομόλογο που λήγει επίσης τον επόμενο χρόνο. Σύμφωνα με τη ΔΕΗ, οι διαπραγματεύσεις έχουν ολοκληρωθεί και η συμφωνία με τις τράπεζες είναι πολύ κοντά. Οπως σημειώνουν πηγές της Επιχείρησης, «δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα βιωσιμότητας και σύντομα θα ανακοινωθεί η ολοκλήρωση της συμφωνίας αναχρηματοδότησης με τις τράπεζες». Και βέβαια, οι ελληνικές τράπεζες θέτουν «λεόντειους» όρους στη ΔΕΗ για να αναχρηματοδοτήσουν το δάνειο ύψους 1,3 δισ. ευρώ. Στις διαπραγματεύσεις με τη διοίκηση της Επιχείρησης που βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ και μήνες λέγεται ότι έχουν ζητήσει ως εξασφαλίσεις μελλοντικά έσοδα της ΔΕΗ από την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της σε Φλώρινα και Μεγαλόπολη, από τα επιπλέον έσοδα που φιλοδοξεί να εισπράξει από ληξιπρόθεσμες οφειλές (ο στόχος θα φθάσει τα 150 εκατ. ευρώ), από αύξηση των ενεχύρων μέσω της εκχώρησης συμβάσεων μεγάλων πελατών, αλλά και από ενεχυρίαση μετοχών της ΔΕΗ Ανανεώσιμες.
Κυβερνητική ευθύνη για τη χρεοκοπία της Επιχείρησης
Σχολιάζοντας τη διαπίστωση της McKinsey, ότι η σημερινή ΔΕΗ είναι μη βιώσιμη επιχείρηση, ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιάννης Μανιάτης, τονίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χρεοκόπησε τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού. «Το πρόβλημα της ΔΕΗ είναι εδώ και μήνες γνωστό. Η S&P από τον Οκτώβριο την αξιολόγησε με CCC- όταν το 2014, που τους την παραδώσαμε, η ΔΕΗ είχε την υψηλότερη πιστοληπτική αξιοπιστία από όλες τις ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και από το ίδιο το ελληνικό Δημόσιο. Η έκθεση του συμβούλου της ΔΕΗ McKinsey είναι κόλαφος γι’ αυτούς που υπέγραψαν την εκχώρηση του 50% των κερδών της ΔΕΗ στον ανταγωνισμό έναντι μηδενικού ανταλλάγματος, που υπερδιπλασίασαν τα χρέη προς τη ΔΕΗ από 1,5 δισ. ευρώ το 2014 σε 3,7 δισ. ευρώ σήμερα, που δημιούργησαν το κίνημα “Δεν πληρώνω τη ΔΕΗ” και που σήμερα ζητούν αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ, ως κορυφαία λύση για να αποκτήσει την αναγκαία κερδοφορία η εταιρεία. Οι ευθύνες έχουν ονοματεπώνυμο: Αλ. Τσίπρας, Π. Σκουρλέτης, Γ. Σταθάκης. Τους έχω προειδοποιήσει ότι, αν η ΔΕΗ καταρρεύσει και μαζί της παρασύρει όλη την εθνική οικονομία, τότε οι ευθύνες τους δεν θα είναι μόνο πολιτικές, αλλά και ποινικές», αναφέρει ο πρώην υπουργός.
Από την πλευρά της Ν.Δ., ο τομεάρχης Ενέργειας, Κ. Σκρέκας, σημειώνει: «Η ΔΕΗ, μετά τις καταστροφικές επιλογές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., από αναπτυξιακός πυλώνας έχει μετατραπεί σε συστημική απειλή για την ελληνική οικονομία. Η ζημιά της κυβέρνησης στη ΔΕΗ είναι μετρήσιμη και φτάνει τα 4,1 δισ. ευρώ, αφού 1-1,2 δισ. είναι η αύξηση των ληξιπρόθεσμων, 300-500 εκατ. ευρώ κόστισε η επιλογή της κυβέρνησης για την πώληση του ΑΔΜΗΕ, μιας εταιρείας με αξία 1,2 δισ., από την οποία τελικά η ΔΕΗ εισέπραξε 620 εκατ. ευρώ, ενώ θα πληρώσει 300 εκατ. φόρους, 1,5-2 δισ. κόστισε η ακύρωση της πώλησης της μικρής ΔΕΗ, η οποία απαγορευόταν διά νόμου να γίνει κάτω από το book value των παγίων, 325 εκατ. ευρώ κόστισε η χρέωση προμηθευτή το 2017, που το 2018 θα φτάσει τα 280 εκατ. ευρώ, και 92 εκατ. ευρώ κόστισαν οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ. Η εταιρεία ακόμη έχει τεράστια περιουσιακά στοιχεία που κάθε μέρα με τις κυβερνητικές πολιτικές απαξιώνονται. Πρέπει να σταματήσουν να απαξιώνουν τη δημόσια περιουσία στο όνομα του κομματικού οφέλους».
Στην ίδια λογική, ότι οι ευθύνες του Δημοσίου είναι μεγάλες στη σημερινή απαξίωση της εταιρείας, ο επικεφαλής της ΓΕΝΟΠ, Κ. Αδαμίδης, αναφέρει: «Η συμφωνία της κυβέρνησης για μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ στο 50% τα επόμενα χρόνια είναι καταστροφική. Αυτό δεν είναι απελευθέρωση και ανταγωνισμός, αλλά καθαρός βιασμός. Ποια εταιρεία μπορεί να στοχεύει στη συρρίκνωσή της και ποιος μέτοχος να βάζει τέτοιο στόχο για το περιουσιακό του στοιχείο; Η στάση της κυβέρνησης έχει ως μόνο στόχο την κρατική παρέμβαση και ευθύνεται για την εκτόξευση των ληξιπρόθεσμων, για το “χάιδεμα” στους κακοπληρωτές, ενώ και τώρα, αν ακολουθήσει τη συνταγή της McKinsey και αυξήσει τα τιμολόγια, θα φύγουν όλοι οι πελάτες και θα μας μείνει ο “μουτζούρης”. Και βέβαια με την απόλυτη ανοχή-γνώση τους, και της ΔΕΗ και του υπουργείου, στήριζαν με τα έσοδα της ΔΕΗ τα ΕΛ.ΤΑ. και τώρα μας ζητάνε και μείωση 7% στις συλλογικές συμβάσεις, κάτι που δεν πρόκειται να δεχτούμε. Το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να αφήσουν την εταιρεία να λειτουργήσει ως αυτόνομη».
Πηγή: Από την εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ που κυκλοφορεί κάθε Σάββατο στα περίπτερα όλης της χώρας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ