Οι καταναλωτές προτιμούν τις κοινωνικά υπεύθυνες εταιρείες

 Οι καταναλωτές προτιμούν τις κοινωνικά υπεύθυνες εταιρείες
Ποσοστό 55% των καταναλωτών παγκοσμίως είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν παραπάνω για προϊόντα και υπηρεσίες που προέρχονται από εταιρείες κοινωνικά υπεύθυνες, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας της Nielsen για την εταιρική υπευθυνότητα, ποσοστό το οποίο έχει αυξηθεί δέκα ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2011. Η παγκόσμια, διαδικτυακή έρευνα της Nielsen για την εταιρική υπευθυνότητα διεξήχθη από τις 17 Φεβρουαρίου έως τις 7 Μαρτίου 2014 σε 60 διαφορετικές χώρες, όπου συμμετείχαν πάνω από 30.000 καταναλωτές της Ευρώπης, της Ασίας, της Ωκεανίας, της Αμερικής και της Μέσης Ανατολής.


Όσον αφορά στην Ελλάδα και σε σχέση με τον μέσο όρο των λοιπών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φαίνεται οι Έλληνες καταναλωτές, κατά δήλωσή τους, να είναι περισσότερο διατεθειμένοι να πληρώσουν επιπλέον χρήματα για ένα προϊόν ή μια υπηρεσία που προέρχεται από μια επιχείρηση, η οποία δηλώνει ότι στοχεύει στο να έχει ένα θετικό κοινωνικό ή περιβαλλοντολογικό αντίκτυπο, σε ποσοστό 44% έναντι 40%, που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.
Επιπλέον, οι καταναλωτές στην Ελλάδα σε ποσοστό 49%, έναντι 41% του συνόλου των Ευρωπαίων δηλώνουν επίσης ότι τους τελευταίους έξι μήνες αγόρασαν τουλάχιστον ένα προϊόν ή υπηρεσία επιχείρησης που είναι κοινωνικά υπεύθυνη. Σχετικά με τον σκοπό, για τον οποίο δηλώνουν περισσότερο ευαισθητοποιημένοι, οι Έλληνες καταναλωτές κατέταξαν ως πρώτο «την εξάλειψη της φτώχειας και της πείνας» σε ποσοστό 97%, ενώ ως δεύτερο και τρίτο σκοπό με το ίδιο ποσοστό (96%) ανέδειξαν «την αύξηση της προσβασιμότητας σε καθαρό πόσιμο νερό» καθώς και τη «μείωση της παιδικής θνησιμότητας». Οι παραπάνω σκοποί είναι επίσης οι περισσότερο σημαντικοί και για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Σύμφωνα με μελέτη της Nielsen, η τάση των καταναλωτών να αγοράσουν περισσότερο «ηθικές» μάρκες είναι περισσότερο έντονη στις περιφέρειες της Ασίας-Ωκεανίας (64%), Λατινικής Αμερικής (63%) και Μέσης Ανατολής (63%), ενώ παρ όλο που τα αντίστοιχα ποσοστά είναι χαμηλότερα για τις περιοχές της Βόρειας Αμερικής (42%) και της Ευρώπης (40%), ωστόσο η τάση αυτή είναι συνεχώς αυξανόμενη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ